Σ |
την Ουτοπία, που τον αγέρα της βρωμίζει η αποσύνθεση των νεκρωμένων φυτών της λίμνης Παλμύρας, πλανάται ο φόβος του ακαθόριστου απάνω από τ’ άφθαρτα ερείπια, που η ιστορία τους χάνεται στο θρύλο.
Σε τούτο τον αφιλόξενο τόπο προτίμησα να βρω ξεκούραση, μακριά από το χυδαίο ανακάτεμα του πλήθους, που στοιβάζεται στα ηλιόλουστα θέρετρα τους καλοκαιριάτικους μήνες.
Πίστευα, πως ένα ησυχαστήριο με μουντές, ομιχλωμένες εικόνες, θα τόνωνε την αδυνατισμένη από την ανιαρή ζωή της πόλης φαντασία μου και θα με βοηθούσε δημιουργικά στο γράψιμο κάποιας αξιόλογης διήγησης.
Οι τρεις οικογένειες βοσκών που βιώνουν εδώ, είναι δεμένοι πατρογονικά με τούτο το άχαρο επάγγελμα, που, όμως, συνταιριάζει αρμονικά με την απέραντη ιερότητα της σιωπής!
Ήρθα σαν ξένος ανάμεσα τους και τέτοιος απόμεινα, αφού -πέρα από την επαφή που η ανάγκη της διατροφής επέβαλε- δεν είχα άλλους δεσμούς μαζί τους.
Στις ατέλειωτες ώρες της μέρας, γυρόφερνα τη μοναξιά μου ανάμεσα στα μεγαλόπρεπα ερείπια και θαύμαζα την ποιότητα της κατασκευής τους, που τα διατηρούσε σε τούτη την εξαιρετική κατάσταση, παρόλο το πέρασμα των αιώνων. Η φθορά του χρόνου δεν άφησε σημάδια επάνω τους, λες κι’ όλα είχαν συμβεί μόλις στο πρόσφατο παρελθόν.
Σε μια από τις περιπλανήσεις μου, καθισμένος στην αποβάθρα της Παλμύρας, βρέθηκα ν’ ακούω τις μικρές εκρήξεις του μεθανίου, που, σπάζοντας τη σκουροπράσινη κρούστα των σάπιων φυτών, ανέβαζε το δύσοσμο αέριο του σε αχνές, γκρίζες κλωστές, που μετεώριζαν στον αέρα.
Μισοζαλισμένος από τις αναθυμιάσεις, αισθάνθηκα τις δυνάμεις μου να χάνονται, καθώς βυθιζόμουν σε μια γλυκιά νάρκωση.
I.
Μ |
ια λίμνη πανέμορφη, γαλάζια από το καθρέφτισμα του καθάριου ουρανού, άπλωνε τ’ ακύμαντα νερά της μέχρι το ρίζωμα των γρανιτόλιθων, που θεμελίωναν το περιτείχισμα της πόλης.
Μιας πόλης ερημικής, όμως, που της είχε στερηθεί με τρόπο μαγικό, κάθε ζωντανός οργανισμός, ανθρώπινος και ζωικός.
Περιδιάβαινα παραξενεμένος τους λιθόστρωτους δρόμους που, όλοι τους, ξεκινούσαν ακτινωτά από την μοναδική κεντρική πλατεία, όπου όρθωνε τη μεγαλόπρεπη παρουσία του ένα θολωτό, τετράγωνο οικοδόμημα με τέσσερις κωνικούς πυργίσκους. Οι πόρτες και τα ολάνοιχτα παράθυρα, μαρτυρούσαν πως η πόλη ζούσε την καθημερινή της δραστηριότητα, μέχρι το ξαφνικό γεγονός που της αφαίρεσε κάθε τι ζωντανό.
Ανέβαινα τα πλατιά σκαλοπάτια, που οδηγούσαν από την εσωτερική αυλή του Ανακτόρου στο επάνω πάτωμα, όταν, μέσα στη νεκρική σιγή, αντήχησαν ανάλαφροι, γοργοί βηματισμοί, που έσβησαν με το ξερό χτύπημα κάποιας πόρτας. Βίασα τα βήματα μου και από το κεφαλόσκαλο προσπάθησα να μαντέψω ποια από τις δεκαπέντε περίπου πόρτες, που πλαισίωναν το μακρύ διάδρομο, έκρυβε πίσω της τη μοναδική, ίσως, ζωντανή ύπαρξη αυτής της πόλης.
Όμως, άδικα έχασα τον καιρό μου, ανοίγοντας βαριά θυρόφυλλα και ψάχνοντας μέσα στο λιγοστό φωτισμό των υγρών δωματίων, για κάποια κρυμμένη, ανθρώπινη σκιά.
Ήρθε το σούρουπο κι’ ο ήλιος χάθηκε στα νερά της λίμνης, που άγγιζαν τη γραμμή του ορίζοντα. Η πλημμυρίδα των αστεριών στο καθάριο ουράνιο στερέωμα, ημέρωνε τη σκοτεινιά και τα σκιάσματα δεν προξενούσαν φόβο. Αλλά, όταν το απαλό φύσημα του αγέρα δυνάμωσε κι’ αρχίνησαν να χτυπούν τα ανοιχτά θυρόφυλλα, η ηρεμία της νύχτας πνίγηκε από τους τριγμούς και τα στενάγματα των σκουριασμένων μεντεσέδων. Μια απόκοσμη θρηνωδία υψώθηκε, περνώντας σφυριχτά από τις αψιδωτές καμάρες των διαδρόμων και τις οδοντωτές πολεμίστρες του τείχους, για να ξεχυθεί -σαν δαιμονικό ούρλιασμα- μέσα στους στενούς δρόμους της πόλης.
Ανατρίχιασα σύγκορμα και κλείστηκα, τρέμοντας από φόβο στο πρώτο δωμάτιο που βρέθηκε μπροστά μου. Διαπίστωσα με κάποια ανακούφιση, πως τα χοντρά αγκωνάρια των τοίχων εμπόδιζαν το εξουθενωτικό πέρασμα των ήχων. Σε κάποια γωνία διέκρινα ένα ξύλινο κρεβάτι και αφέθηκα πάνω του, κατάκοπος. Ο ύπνος μ’ αγκάλιασε με μιας.
II.
Η |
βρωμερή μυρουδιά σαπισμένης σάρκας και η περίεργη αίσθηση μιας τριχωτής παλάμης στο μάγουλο με αφύπνισαν και μ’ έκαμαν ν’ ανακαθίσω έντρομος, μπροστά στη φρίκη που αντιμετώπιζα.
Πάνω στο χυδαιότερο πρόσωπο γυναίκας, δυο πυρετικά μάτια με κάρφωναν επίμονα, ενώ η σαρδόνια γραμμή των χειλιών άφηνε να ξεπροβάλουν οι σάπιες σειρές των ακανόνιστων δοντιών της.
Γέλασε υστερικά κι’ έπειτα, μ’ ένα απίστευτο πήδημα, χάθηκε στο σκοτεινό διάδρομο, που ακόμα δονούσε την ηχώ του απαίσιου καγχασμού της.
Έμεινα να περιμένω ξάγρυπνος το ξημέρωμα, αφού δεν είχα απαντοχή να ξαναζωντανέψω τον φριχτό της εφιάλτη. Ανάσανα με ανακούφιση, καθώς το γκριζόλευκο φως της μέρας πέρασε μέσα από το στενό άνοιγμα του παράθυρου κι’ ετοιμάστηκα να κινηθώ προς την πόρτα, όταν εκείνη άνοιξε με βαθύ τριγμό.
Εκείνη ήταν ντυμένη μ’ ένα ολόλευκο φόρεμα με φουσκωτούς ώμους και στενά μανίκια από τους αγκώνες μέχρι τους λεπτούς καρπούς των χεριών της. Το ροδαλό στήθος της περιβαλλόταν από φίνα δαντέλα και το ύφασμα, αφού αγκάλιαζε σφιχτά τη μέση, έπεφτε λεύτερα μέχρι το ύψος των αστραγάλων.
Αλλά εκείνο που πιότερο εντυπωσιασμό μου προξένεψε, ήταν το αρχοντικό κράτημα του κεφαλιού της, που στολίζονταν από τον καστανό καταρράχτη των μαλλιών.
Το ντύσιμο και το παρουσιαστικό της πρόδιναν μια εποχή που είχε δύσει εδώ και πολλούς αιώνες και τούτο το γεγονός έδειχνε παράδοξο κι’ έξω από λογική εξήγηση.
Είχα, λοιπόν, βρεθεί σε άλλη εποχή κι’ αν έτσι ήταν, σε ποιο τόπο βρισκόμουν και τι γεγονότα ζούσα;
Από τους συλλογισμούς μ’ απόσπασε η μελωδική φωνή της.
«Ποιος είσαι ξένε; Από ποιόν κόσμο έρχεσαι;»
Έδειξε κατάπληξη, όταν της είπα πως είχα έρθει από το μακρινό μέλλον, που αυτή ποτέ δεν θα γνώριζε.
«Μα... πώς είναι δυνατόν να μου μιλάς για το χίλια εννιακόσια ογδόντα τρία», είπε, «αφού τώρα βιώνουμε στο χίλια εξακόσια ογδόντα τρία;»
Προσπάθησα να της εξηγήσω με απλά λόγια πως το ρολόι και το ημερολόγιο είναι επινοήσεις του πρωτόγονου ανθρώπου, που μας βοηθάνε να ρυθμίζουμε τη ζωή μας και να βάζουμε μια τάξη στο χάος. Αλλά ίσως η χρονολόγηση να μην είναι η μόνη μορφή μέτρησης του χρόνου. Ίσως το ίδιο το Σύμπαν να έχει κάποιο χρονολογικό μηχανισμό, εντελώς διαφορετικό από τον δικό μας.
Στη σύγκρουση ανάμεσα στο Συμπαντικό χρόνο και εκείνον που επινόησε ο άνθρωπος, οφείλεται η εμφάνιση του παράξενου φαινομένου, που είναι γνωστό σαν χρονομετάθεση, όπου δύο διαστάσεις χρόνου λειτουργούν ταυτόχρονα και ο άνθρωπος ανακαλύπτει πως ζει, την ίδια στιγμή, στο παρόν και το παρελθόν (ή στο παρόν και το μέλλον).
Άκουσε προσεκτικά τις εξηγήσεις μου και το σπινθήρισμα των έξυπνων ματιών της πρόδινε πως κατανοούσε περισσότερα, απ’ όσα ήθελε να δείχνει με την προσποιητά απορημένη έκφραση της.
«Ονομάζομαι Ευπλασία», είπε, όταν σταμάτησα να μιλώ. «Δεν έχω καμία σχέση με τους αγροίκους που ζουν στην πόλη και ανήκω σε μια ομάδα επιστημόνων που ξεκίνησε από το Άλφα του Κενταύρου, για να εξερευνήσει τον πλανήτη σας.
Ο λαός μας, σαν φιλειρηνικός που ήταν, δεν περίμενε πως θα έβρισκε τόσο άγρια υποδοχή. Οι σύντροφοι μου εξοντώθηκαν με τον πιο φριχτό τρόπο κι’ εμένα με φυλάκισαν σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, ντυμένο με μολυβένιες πλάκες.
Όταν οι δικοί μας έπαψαν να παίρνουν μηνύματα από το αστρόπλοιο, σάρωσαν την πόλη με μια ακτίνα τηλεμεταφοράς, για να πετύχουν την επιστροφή μας. Έτσι εξηγείται το γεγονός της απουσίας κάθε ζωντανής ύπαρξης εδώ. Όμως εγώ, κλεισμένη στην αδιαπέραστη μόνωση της φυλακής μου, δεν μπόρεσα να λευτερωθώ κι’ έτσι απόμεινα να περιμένω την επόμενη προσπάθεια, που δεν έχω τη δυνατότητα να υπολογίσω πότε θα γίνει, αφού ο τρόπος υπολογισμού του χρόνου στη Γη διαφέρει από τον Συμπαντικό χρόνο, που χρησιμοποιούμε εμείς.
Αν σου προξενεί κατάπληξη το πως λευτερώθηκα, είναι απλό να σου το εξηγήσω, αφού -μέσα στο χαλασμό- κανένας δεν έδωσε προσοχή στην ξεκλείδωτη πόρτα της φυλακής μου. Έτσι βρέθηκα να περιφέρω τη μοναξιά μου στους διαδρόμους και τα άδεια δωμάτια, μέχρι που η απρόσμενη παρουσία σου μου ‘φερε τον σύντροφο που είχα ανάγκη, για την ατελείωτη αναμονή της ακτίνας του χρόνου».
Όσο μιλούσε, την παρατηρούσα με άπειρο θαυμασμό και μακάριζα την τύχη που μου πρόσφερε χάρισμα αυτή τη συγκλονιστική εμπειρία.
Κάτω από το απέραντο υπόγειο του Ανάκτορου ανακαλύψαμε το κρυμμένο αστρόπλοιο, που ήταν φτιαγμένο από κάποιο άγνωστο ασημόχρωμο υλικό και είχε το σχήμα που δίνουν δυο πιατέλες, κολλημένες στα χείλη. Αλλά η πόρτα του ήταν κλειστή και η Ευπλασία δεν είχε τον μηχανισμό τηλεχειρισμού να την ανοίξει, αφού της είχαν αφαιρέσει τον εξοπλισμό, όταν της έβγαλαν τη στολή και την έντυσαν μ’ εκείνα τα μεσαιωνικά ρούχα.
Είδα στα μάτια της την απογοήτευση και την έσυρα μαλακά από το μπράτσο, μέχρι το φωτεινότερο δωμάτιο του επάνω ορόφου.
«Λατρεύω το φως», εξομολογήθηκε αργότερα, όταν ηρέμησε. «Στον τόπο που ζω δεν χάνεται ποτέ το φως, γι’ αυτό η έννοια του χρόνου μας είναι ακαθόριστη, αφού, δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Μας είναι άγνωστη η βιολογική σας ανάγκη του ύπνου, μια και η ατελεύτητη φωτοπαρουσία μας χαρίζει αιώνια ζωτικότητα. Μετά τη γένεση ωριμάζουμε ταχύτατα και παραμένουμε στη νεανική αφθαρσία, μέχρι να μας διακόψει τη ζωή ο θάνατος, που πάντοτε έρχεται βίαια, αφού κανένας δεν πεθαίνει από τη φθορά του γηρασμού, που φέρνει ο αμείλικτος για σας χρόνος!
Δεν σου κρύβω, ότι εκείνο που μας προβλημάτισε περισσότερο ήταν αυτή η εναλλαγή από το φως στο σκοτάδι και ο φόβος, πως τούτο το γεγονός θα επηρέαζε καταλυτικά τους ζωικούς μας μηχανισμούς, σε τέτοιο σημείο, που -με την προσαρμογή μας στους νέους ρυθμούς ζωής- θα κινδυνεύαμε να χάσουμε τη νεανικότητα μας.»
Την άκουγα κατάπληκτος κι’ αναλογιζόμουν πως, τούτη η υπέροχη γυναίκα με την αγαλματένια κορμοστασιά, θα έπρεπε να γνωρίσει τη φριχτή μοίρα των γήινων πλασμάτων στην ατυχή περίπτωση που οι δικοί της δεν θα έστελναν την ακτίνα τηλεμεταφοράς. Από την άλλη μεριά, κάποιος γλυκός πόνος μέσα μου ζητούσε την παραμονή της στη Γη, να μου παραστέκεται αιώνια. Ίσως πάλι να έλπιζα πως κοντά της θα μάθαινα το ζηλεμένο μυστικό της αθανασίας, που μάγεψε και μαγεύει ανέλπιδα τις ανθρώπινες γενιές.
Έπειτα με πήρε και βαδίσαμε στην άμμο, έξω από τα τείχη της πόλης και αφεθήκαμε σιωπηλοί στη νωθρή ακινησία του τοπίου, που φλόγιζε, καθώς ο ήλιος βυθίζονταν στη χάση του.
Με το σουρούπωμα σηκώθηκε βιαστικά και μου ζήτησε να γυρίσουμε πίσω, γιατί ο ερχομός του σκοταδιού την τρόμαζε και πως γι’ αυτήν θα ήταν καλύτερα να κοιμηθεί σε χωριστό δωμάτιο, με αναμμένο το φως των καντηλεριών.
Έτσι και έγινε, μα το μυαλό μου δεν έβρισκε ησυχασμό στη σκέψη ΤΗΣ κι’ απόμεινα μισοξύπνητος να βιώνω του εφιάλτες, που μου τροφοδοτούσαν τα παιχνιδίσματα των σκιών της νύχτας. Είδα, λοιπόν, να ξεπροβάλλουν -σαν από όνειρο- άσπρες, διάφανες κλωστές μπαμπακιού από τον τοίχο και να μορφοποιούν αργά και σταθερά το αποτρόπαιο εκείνο γυναικείο παρουσίασμα, που τόσο με είχε συγκλονίσει την προηγούμενη βραδιά. Στη στιγμή πετάχτηκα όρθιος και, με μια φριχτή υποψία να μου τριβελίζει το μυαλό, έτρεξα στο διπλανό δωμάτιο. Αλλά η καρδιά μου γύρισε ησυχασμένη στον τόπο της, όταν -στο άπλετο φως των καντηλεριών- είδα την Ευπλασία να κοιμάται με χαμογελαστό το γαλήνιο πρόσωπό της.
Ξύπνησα από το τρυφερό άγγιγμα της παλάμης της πάνω στο μέτωπό μου.
Με κοιτούσε τόσο θλιμμένα, που ένιωσα το πέρασμα της στενοχώριας της να μου φουσκώνει την καρδιά. Αναστέναζε βαθιά, λες κι’ ήθελε να ξεπετάξει από τα σωθικά της το σαράκι που τη βασάνιζε.
«Δεν θα είμαι για πολύ καιρό ακόμα κοντά σου», είπε, ύστερα από λιγόλεπτη σιωπή. «Το αισθάνομαι πως πλησιάζει η στιγμή του αποχωρισμού και τρέμω στον ερχομό της. Χτες το βράδυ η συνείδηση άφησε το φυσικό μου σώμα και ταξίδεψε κοντά σου, μα σε είδα να φεύγεις τρομαγμένος και να έρχεσαι στο δωμάτιο μου, σαν να ήθελες κάτι να διαπιστώσεις. Στον Άλφα, να ξέρεις, οι αποστάσεις δεν μας κρατούν μακριά, αφού, όλοι, έχουμε την ικανότητα της Αστρικής Προβολής και -όταν διαλογιζόμαστε- η συνείδηση μας, εγκαταλείποντας την υλική φυλακή, μπορεί και ταξιδεύει σε τόπους ασύλληπτα μακρινούς για να πραγματώσει τις επιθυμίες μας. Εδώ, στον πλανήτη σας, νιώθω -μέρα στη μέρα- τις ικανότητες μου ν’ αδυνατίζουν, καθώς συγκλονίζομαι από την άγνωστη εμπειρία του ύπνου και από μια ακαταμάχητη έλξη για σένα, που εσείς αποκαλείτε έρωτα. Αισθάνομαι τόσο απέραντα κουρασμένη, που θαρρώ πως η αιτία που μαραζώνω και χάνω τη ζωτικότητα του κορμιού μου, είναι η αφόρητη πίεση που ασκεί επάνω μου ο χρόνος. Θα επιθυμούσα, πριν φύγω, να μου χαρίσεις την ομορφιά της ολοκλήρωσης, που προσφέρει ο γήινος έρωτας και με το δώρο αυτής της εμπειρίας να σε αποχωριστώ!”
Κατάλαβα την αληθινότητα του πάθους από τη λάμψη των ματιών της και εξομολογήθηκα και του δικού μου πάθους τη δύναμη γι’ αυτήν. Η νύχτα τούτη έμελλε να σφραγίσει το σπαραχτικό τέλος του δεσμού μας.
III.
Μ |
ετέφερα στο δωμάτιο μου, όλα τα καντηλέρια που βρήκα. Ήθελα η βραδιά αυτή να έχει τη συγκλονιστικότητα μιας μυσταγωγικής τελετουργίας, όπου -στη θαμβωτική λάμψη εκατοντάδων κεριών- δυο υπάρξεις από διαφορετικούς κόσμους θα έσμιγαν ερωτικά.
Λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, ο ουρανός φλογίστηκε από τα προμηνύματα της θύελλας που θα ξεσπούσε. Μα τούτο το γεγονός, διόλου δεν μας φόβιζε, αφού η πόρτα και τα παράθυρα ήταν καλά σφραγισμένα και ούτε υποψίασμα σκιάς δεν περνούσε στο φωτισμένο δωμάτιο.
Το ξεκίνημα της καταιγίδας μας βρήκε στο ανέβασμα του πυρετικού πάθους, με τη συνείδηση να σύρεται στα ονειρικά ταξιδέματα της ηδονής.
Ο βροντερός κρότος του κεραυνού μας συγκλόνισε, καθώς ένα από τα πελώρια κλωνάρια του πληγωμένου πλατανιού σύντριψε τα τζάμια του παράθυρου. Τα ριπίσματα του ανέμου, που πέρασαν από το άνοιγμα με φοβερή ταχύτητα, βύθισαν το δωμάτιο στο σκοτάδι.
Μέσα στο σπίθισμα των αστραπών, είδα την ακατονόμαστη μορφή της μέγαιρας, που φώλιαζε στην τρυφερή θέρμη της αγκαλιάς μου. Ούρλιαξα με απόγνωση και την απώθησα βίαια, όμως εκείνη κρατήθηκε απάνω μου με απίστευτη δύναμη, αφήνοντας ηδονικούς σπασμούς, καθώς έφτανε στην κορύφωση του πάθους της. Η απαίσια δυσωδία της σαπισμένης σάρκας πλημμύρισε και πάλι το δωμάτιο και μου έδωσε τη δύναμη ν’ αποσπαστώ από το κράτημα της και να τρέξω, πανικόβλητος, μακριά.
Όρμησε ξοπίσω μου και, πάνω που αισθάνθηκα το άγγιγμα της λαχανιασμένης ανάσας της, μια σμαραγδένια δέσμη ακτίνων σάρωσε το σκοτάδι με δονούμενο βουητό.
Άκουσα την κραυγή της και την είδα να στέκεται σαν ετοιμόρροπο, σάρκινο ερείπιο, που στη στιγμή διασπάστηκε σε μυριάδες φωτόνια, καθώς τη διαπερνούσαν οι πράσινες λόγχες της δέσμης.
Το χτύπημα της ακτίνας με βρήκε ακριβώς τη στιγμή που περνούσα στην ασφάλεια του μολυβένιου δωματίου κι’ έκλεινα την πόρτα ξοπίσω μου. Ένας τρομερός πόνος σ’ ολόκληρο το κορμί, μου ανέβασε ξεφωνητά, καθώς ένιωθα τις απίστευτες δυνάμεις, που προσπαθούσαν να μου διαμελίσουν τις σάρκες. Έπειτα, όλα στροβιλίστηκαν μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο χρωμάτων και απόκοσμων ήχων και οι αισθήσεις μ’ εγκατέλειψαν.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η |
λίμνη Παλμύρα, με το σαπισμένο χιτώνιο πάνω της, πρόβαλε πάλι -απαράλλαχτη κι’ ασάλευτη- στα κατάπληκτα μάτια μου.
Η αίσθηση πως ήμουνα στο ΠΑΡΟΝ και μάλιστα ζωντανός, με χαροποίησε και με λύπησε σύγχρονα, αφού οι μνήμες της περιπέτειας που πέρασα μόλις πριν, κρατούσαν ζωντανές τις εικόνες της τραγικής κατάληξης που είχε η Ευπλασία. Αναρωτήθηκα, ποια να ‘ταν η αιτία που τη νύχτα, εκείνο το θεσπέσιο πλάσμα, μετατρέπονταν σε γυναικείο εφιάλτη, με σάρκες που σάπιζαν.
Ίσως το γεγονός της μεταφοράς της από ένα κόσμο (όπου η αέναη φωτοπαρουσία εξαφάνιζε την έννοια του χρόνου, χαρίζοντας την αιώνια αφθαρσία) σ’ έναν άλλο (όπου οι εναλλαγές της μέρας και της νύχτας διέκοπταν την συνεχή λειτουργικότητα του οργανισμού και καθόριζαν τα όρια του χρόνου σε μέρες, χρόνια και αιώνες) και η προσαρμογή της στις συνθήκες ζωής που επικρατούσαν εκεί, συντέλεσαν στην αποδιοργάνωση του ζωικού της μηχανισμού. Έτσι, στη διάρκεια της νύχτας, ο χρόνος υπέσκαφτε αμείλικτα τη βιολογική της ισορροπία με πολλαπλάσια ταχύτητα, απ’ ότι στα γήινα όντα, αφού προσμετρούσε στην ηλικία της και το διάστημα που είχε διανυθεί πριν από τη μεταφορά της στη γη.
Την οριστική της κατάρρευση διέσωσε την τελευταία στιγμή η ακτίνα τηλεμεταφοράς, που την πήρε στον κόσμο της.
Χριστόφορος Παυλίδης.
Αμισού 14
55131 Καλαμαριά
Τηλέφωνο: 2310 418343
Κινητό: 6976992595
e-mail: chris.pavlidis@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου