Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

The Black Temple


του Σωτήρη Πέτρου



Αισθάνθηκα τα πόδια μου να παγώνουν, κι έναν οξύ πόνο στα δάχτυλα τους. Άνοιξα τα μάτια μου να δω τι συμβαίνει και αντίκρισα δύο μαυροφορεμένους και μυώδεις άντρες να με σέρνουν στον πλακόστρωτο δρόμο κάποιας άγνωστης πόλης. Έκανα απεγνωσμένες κινήσεις ν’ απελευθερωθώ, μα ήταν μάταιο...

Ήμουν τόσο αδύναμος μπροστά σ’ αυτούς τους άντρες, που ανάθεμα αν καταλάβαιναν πως έκανα οποιαδήποτε προσπάθεια. Άρχισα λοιπόν να κοιτάζω τριγύρω μήπως δω κάποιον να ζητήσω βοήθεια, αλλά δεν υπήρχε ψυχή στον δρόμο. Μόνο σπίτια και βιτρίνες καταστημάτων, όλα παρατημένα και παραδομένα στον χρόνο. Λιθόχτιστα σπίτια, που η πέτρα τους είχε μαυρίσει από την πολυκαιρία και σε συνδυασμό με τον κακό φωτισμό του δρόμου φάνταζαν ακόμα πιο δυσοίωνα. Πλέον το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να παραδοθώ στους απαγωγείς μου, γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει ελπίδα διαφυγής.
     Καθώς περνούσαμε μπροστά από ένα μαγαζί, που κάποτε θα πρέπει να ήταν κρεοπωλείο, παρατήρησα στη βιτρίνα του το είδωλό μου: ήμουν ένα παιδάκι 8-10 χρονών! Μα πώς είναι αυτό δυνατόν;! Πριν πέσω για ύπνο θυμάμαι τον εαυτό μου να βαδίζει την 3η δεκαετία της ζωής του. Μια κραυγή έκπληξης βγήκε από τα χείλη μου κι ο τρόμος με κυρίευσε. Σε τι είδους μαγεία με παγίδευσαν αυτοί οι μαυροφόροι! Δε θυμάμαι πόση ώρα με έσερναν σε αυτούς τους άθλιους δρόμους. Το όλο τοπίο απέπνεε τέτοια μαγεία, που επηρέασε το μυαλό μου και τα νεύρα μου, με αποτέλεσμα να χάσω κάθε αίσθηση του χρόνου.

     Παρ’ όλα αυτά ο κακός φωτισμός δεν μ’ εμπόδισε να διακρίνω τον Ναό που υψωνόταν αρκετά μέτρα μπροστά μου. Η σκοτεινή επιβλητικότητά του μόνο δέος θα μπορούσε να προκαλέσει σε όποιον τον αντίκριζε, αλλά  όχι  και στους “οδηγούς” μου. Το βήμα τους έγινε πιο αποφασιστικό, καθώς πλησιάζαμε τον Ναό, σαν από ανυπομονησία να περάσουμε τις ανόσιες πύλες του.

     Ο Ναός, ευδιάκριτος πλέον, ήταν κτισμένος σε κάποια αρχέγονη μορφή αρχιτεκτονικής από μη ανθρώπινα χέρια, καθώς ακόμα και σήμερα φαινόταν να υπερβαίνει την ανθρώπινη δυνατότητα κατασκευής του.  Ήταν καμωμένος από κάποιου είδους μαύρο άγνωστο πέτρωμα, που θα προκαλούσε ατέλειωτες συζητήσεις στους κύκλους των γεωλόγων. Οι γύρω τοίχοι ήταν στολισμένοι με μυστηριώδεις μορφές, τα χαρακτηριστικά των οποίων παρέπεμπαν σε ένα μείγμα ανθρώπου και βατράχου ή ψαριού – ή και τα δύο. Πεσμένοι στα γόνατα, φαίνονταν να αποτείνουν φόρο τιμής σε κάποια μορφή, η οποία όμως δεν ήταν ευδιάκριτη. Ενσωματωμένο στο πάνω μέρος της κεντρικής εισόδου του Ναού ήταν το καμπαναριό, το οποίο τελείωνε σε ένα σχήμα κάπως τριγωνικό, με την κορυφή του να ορθώνεται χαιρέκακα στον ουρανό, κοροϊδεύοντας αυτόν και τους αδύναμους θεούς των ανθρώπων.

     Περνώντας πλέον την κεντρική είσοδο, οι προηγούμενές μου εντυπώσεις επισκιάστηκαν από το εξωπραγματικό θέαμα του χώρου. Κοιτώντας καλύτερα, συνειδητοποίησα ότι το εξωτερικό ήταν αντανάκλαση του εσωτερικού και το αντίθετο. Στους γύρω τοίχους  διαγραφόταν το τοπίο, όπως ακριβώς το έβλεπα πριν εισέλθω στον Ναό: τα παρατημένα σπίτια, οι άδειοι δρόμοι, τα γυμνά δέντρα, ακόμα και η μαγεία που αναδυόταν από το όλο τοπίο. Πριν προλάβω να παρατηρήσω κι άλλες λεπτομέρειες, με έσυραν βίαια σε ένα κελί, που βρισκόταν πίσω από την αριστερή πλευρά του Ναού. Εκεί πρόσεξα πως δεν ήμουν μόνος. Κι άλλα παιδάκια στην ηλικία των οχτώ χρόνων είχαν απαχθεί όπως κι εγώ. Άλλα έκλαιγαν και φώναζαν τις μητέρες τους, άλλα έτρεμαν απ’ το φόβο τους. Η καρδιά μου σφίχτηκε περισσότερο αντικρίζοντας μικρά παιδιά σε αυτή την κατάσταση, γιατί μπορεί στο σώμα να ήμουν κι εγώ μικρό παιδί, αλλά η συνείδησή μου ήταν αυτή ενός ενήλικα.

     Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να ψέλνουν στο μέρος του Ναού που πλέον δεν μπορούσα να δω. Οι λέξεις τους ήταν άγνωστες στα αυτιά μου. Το μόνο που μπόρεσα να καταλάβω ήταν μια επαναλαμβανόμενη φράση, η οποία πήγαινε κάπως έτσι: Iä! Iä! Cthulhu fhtagn!

     Η  ψαλμωδία σταμάτησε απότομα και το μόνο που ακουγόταν πλέον στον χώρο ήταν το κλάμα των συντρόφων μου στη δυστυχία. Γρήγορα βήματα πλησίαζαν προς το μέρος μας. Η πόρτα άνοιξε και πρόβαλαν οι μαυροφορεμένοι. Με βίαιες κινήσεις μας τράβηξαν όλους προς το κέντρο του Ναού. Εκεί βρισκόταν, καθισμένη πάνω στο θρόνο της, η μορφή που έξω δεν μπορούσα να διακρίνω. Αμέτρητα πλοκάμια προεξείχαν από το σημείο του προσώπου , όπου υποτίθεται ότι υπήρχε στόμα κι ένα ζευγάρι φτερά σαν νυχτερίδας απλώνονταν απειλητικά στο πίσω μέρος της πλάτης του. Μπροστά του υπήρχε ένας βωμός από το ίδιο άγνωστο μαύρο πέτρωμα.

     Μας στήσανε λοιπόν σε μια γραμμή  μπροστά από το βωμό. Εγώ ήμουν όγδοος στη σειρά από τους δέκα. Ο καθένας μας είχε ένα από αυτά τα ανθρωπόμορφα κτήνη αριστερά κι ένα δεξιά του. Το  πρώτο  ζευγάρι άρχισε να σέρνει προς το βωμό το πρώτο παιδί στη σειρά και μόλις έφτασαν δίπλα σ’ αυτόν, έπιασε ο καθένας τους από ένα πόδι και  γύρισαν ανάποδα το θύμα τους. Ένας τρίτος τότε πλησίασε με μια λεπίδα στο χέρι και με μια απότομη κίνηση έκοψε το λαιμό του παιδιού. Το αίμα πετάχτηκε από την πληγή με ορμή κι έλουσε το βωμό και τα πόδια του αγάλματος. Μόλις ο μικρός ξεψύχησε, πέταξαν το πτώμα του λίγα μέτρα απ’ το βωμό και συνέχισαν με τον επόμενο. Ένιωσα αηδία βλέποντας όλα αυτά και κόντεψα να χάσω τις αισθήσεις μου, αλλά ο φόβος μου ήταν τόσο μεγάλος που δεν μου το επέτρεψε. Έφτασε λοιπόν η σειρά μου. Καθώς έφτασα σε απόσταση αναπνοής από τον βωμό τόλμησα να κάνω μια απεγνωσμένη κίνηση και ξέφυγα από τα χέρια των δέσμιών μου. Δεν πρόλαβα να κάνω δύο βήματα κι αισθάνθηκα κάτι γλοιώδες και παγωμένο να με σφίγγει στη μέση. Γύρισα το κεφάλι μου κι εμβρόντητος είδα ότι ένα πλοκάμι από το άγαλμα ήταν αυτό που με κρατούσε. Το άγαλμα είχε ζωντανέψει και τώρα με τράβαγε προς το μέρος του! Μια κραυγή βγήκε από το στόμα του, τόσο δυνατή που τα τύμπανά μου πήγαν να σπάσουν. Η κραυγή όλο και δυνάμωνε, αίμα άρχισε να τρέχει από τα αυτιά μου, το μαρτύριο όμως δεν έλεγε να τελειώσει. Μια άγνωστη δύναμη παρέτεινε το βασανιστήριο. Όσο πιο πολύ υπέφερα, τόσο περισσότερο δυνάμωνε η ένταση της κραυγής. Όλοι κι όλα γύρω μου άρχισαν να λιώνουν όπως τα κεριά και να καταλήγουν σε μια λίμνη από σιχαμερό μαύρο υγρό. Τότε η κραυγή άρχισε να βγάζει κάποιο νόημα, σαν να προσπαθούσε να μου πει κάτι, τραντάχτηκα ολόκληρος και τότε τα λόγια έγιναν σαφή:

„Σωτήρη, Σωτήρη, ξύπνα! Είναι απλά ένας εφιάλτης…“

1 σχόλιο:

Εκδήλωση για τον Τανάγρα...

Πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση για τον Πατέρα της παραψυχολογίας στην Ελλάδα Άγγελο Τανάγρα, όπου οι ομιλητές ανέλυσαν πράγματα για τη ζω...