Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Ο Ξένος Ζητιάνος


Γράφουν οι Ανδρέας Δεναξάς και Παναγιώτης Κάρδαρης

Κάποτε σε έναν κόσμο ξεχασμένο από τον χρόνο, σε μια πόλη που τα σπίτια της ήταν φτιαγμένα από χρυσό, ασήμι και κρύσταλλο υπήρχε ένας ζητιάνος που περιφέρονταν μέσα στο λαβύρινθο της μοναξιάς....άνθρωποι, αδιάφοροι για την παρουσία του, περπατούσαν κατά χιλιάδες  στις μεγάλες της λεωφόρους, όμως εκείνος ήταν ξένος μεταξύ ξένων και τριγυρνούσε σαν χαμένος στην πολυπληθή έρημο της μεγαλούπολης...
Καθισμένος σε ένα άχαρο πεζούλι κοιτούσε θλιμμένα  τους περαστικούς, ώσπου τα μάτια του βούρκωσαν και η σκέψη του βυθίστηκε στο ποτάμι του χρόνου, με τα μάτια της ψυχής του ταξίδεψε στο παρελθόν όταν ήταν έφηβος και ο πατέρας του τον χτύπαγε και τον ταπείνωνε, ενώ εκείνος καρτερικά υπέμενε τις κακουχίες μέχρι  εκείνη την μέρα που  η γυναίκα  η οποία τον έφερε στον κόσμο τον έδιωξε από το σπίτι...από σκληρότητα; από συμπόνια για αυτά που περνούσε; ποτέ δεν έμαθε...από τότε άρχισε να περιπλανιέται στον κόσμο σαν ανονόματος καταραμένος...γνωστός  απλά και ως “ο Ξένος”...παρόλα αυτά όμως είχε την ψυχή ενός Αγίου, την αγνότητα ενός βρέφους και την ταπεινότητα ενός παιδιού...έβλεπε ότι δεν έβλεπε ο πολύς ο κόσμος, δεν ζητούσε τίποτα  από τον Θεό για τον εαυτό του και ότι αποκτούσε το έδινε στους άλλους...
   Μόλις συνήλθε από τις σκέψεις του άρχισε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα, άρχισε να προσεύχεται με πύρινα δάκρυα όχι για το εαυτό του, όχι αυτόν τον είχε ξεχάσει από καιρό αλλά για όλον τον κόσμο που άσκοπα και χωρίς σαφή προορισμό περιφέρονταν πάνω στον κόσμο. Η παράκλησή του τρελού εκείνου ζητιάνου, του ξένου ήταν μία να αποκτήσουν οι άνθρωποι καρδιά....όμως μια καρδιά ιδιαίτερη που θα τους έκανε να θυμηθούν και να επιστρέψουν από την λήθη ώστε να θυμηθούν ότι είναι και αυτοί ξένοι σε αυτόν τον κόσμο και άρα δικά του αδέλφια. Αυτό το έκανε κάθε μέρα, χωρίς να τον βλέπει κανείς, γιατί έλεγε μέσα του πως αν κάποιος τον έβλεπε, τότε όλοι θα ζητούσαν από αυτόν να τους βοηθήσει να θυμηθούν και αυτό δεν ήταν σωστό γιατί πίστευε ότι έτσι δεν θα είχε νόημα γιατί ο καθένας θα έπρεπε να βγει μόνος του από τους καταραμένους θαλάμους των νεκρών......Όμως ανταμοιβή όλου αυτού ήταν η αχαριστία των ανθρώπων που τον βασάνιζαν και τον περιγελούσαν μην μπορώντας οι ανόητοι να δουν την αγνή ύπαρξη που κρύβονταν πίσω από τα σκισμένα κουρέλια, τα οποία φορούσε αντί για ρούχα.
    Έτσι σε απάντηση των προσευχών του λάμβανε γέλια και μελανιές σε όλο του σώμα, ώσπου μια μέρα, εκεί που κάθονταν στην μέση μιας ξεχασμένης πλατείας τον πλησίασε ένας ιερέας μέλος ενός  ιερατικού τάγματος εκείνου του κόσμου, ο οποίος καιρό τον παρακολουθούσε για να βεβαιωθεί ότι θα του κάνει εκείνη την πρόταση που θα άλλαζε ριζικά την ζωή του. Όταν έφθασε ο κληρικός, εκείνος απορημένος κάρφωσε το βλέμμα του στο πρόσωπο του και τον ρώτησε τι ζητά ένα τόσο εξέχων μέλος της κοινωνίας από τον ταπεινό ζητιάνο....τότε ο Ιερέας του απάντησε ότι έχει δεί πίσω από το βαρύ πέπλο του σώματος του και ανακάλυψε ότι η ψυχή του είναι πύρινη και ότι η θέση του δεν ήταν πια στις γειτονιές των αστέγων και των κουρελήδων αλλά στους ναούς των Θεών, όπου θα μπορούσε εκεί να ιερουργεί και να κάνει έργο Θεάρεστο. Εκείνος όμως του αντιγύρισε ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που έβλεπε, ένας ρακένδυτος ζήτουλας, ένα χαμίνι του δρόμου, το οποίο δεν έχει που να γείρει τις νύχτες το κεφάλι του, ένας άγνωστος περιπλανώμενος και ίσως τρελός ξένος που οι άνθρωποι αποκαλούν επαίτη και αλήτη.....τότε ο Κληρικός δάκρυσε και του είπε, αδελφέ μου σήμερα βρήκα την αγιότητα και την αθωότητα στην αλητεία και την επαιτεία, έλα στον οίκο των διδασκάλων ιερέων και δίδαξε μας τι σημαίνει ταπεινότητα. Στις μέρες μας αυτό το έχουμε ανάγκη γιατί έχει χαθεί από τα μάτια μας η Θέα του Θεού και θλίβομαι πολύ για αυτό...Τότε ο “ξένος” κατάλαβε τι ακριβώς του ζητούσε αυτός ο άνθρωπος με τα χρυσοποίκιλτα άμφια που είχε απέναντι του, του ζητούσε να προδώσει τις αρχές του και να δείξει σε αυτούς που δεν γνωρίζουν, πως θα επιστρέψουν από το μονοπάτι της λήθης στην αφύπνιση του φωτός, σηκώθηκε απότομα και το έβαλε στα πόδια, έτρεχε τόσο γρήγορα λες και τον κυνηγούσαν λυσσασμένα σκυλιά ή κάποιο άγριο και αιμοβόρο θηρίο...κοιτούσε πίσω του με τρόμο μέχρι που η εικόνα του κληρικού ξεθώριασε και έσβησε.
 Την νύχτα εκεί που κοιμόνταν όμως στο νου του μπήκα περίεργες σκέψεις και τάρασσαν τον ύπνο του που εδώ και χρόνια ήταν ήρεμος. Μια σκιά εμφανίστηκε στο όνειρό του και άρχισε να τον ψέγει και να του λέει ότι είναι εγωιστής, ότι όλα αυτά που τον έκαναν να το βάλει στα πόδια δεν ήταν οι αγαθές τους προθέσεις αλλά η τεμπελιά του, του είπε πως εκείνος ο Ιερέας ήταν η απάντηση των Θεών στις προσευχές του και εκείνος τους φέρθηκε αχάριστα με την  ξαφνική αποχώρηση του από την συζήτηση με τον κληρικό...Πήγαινε, του είπε, πήγαινε βρες τον πριν σε βρει πρώτη η νέμεση του Θεού...τρέχα με το πρώτο φως του  πρωινού στον Μεγάλο Κεντρικό Ναό...μην χάσεις χρόνο, ο κόσμος σε χρειάζεται. Έτσι και έγινε λοιπόν, υποχωρώντας ο ζητιάνος στις απατήσεις της σκιάς το πρωί έβαλε φτερά στα πόδια του και βρήκε τον Ιερέα ο οποίος αποδείχτηκε τελικά ότι ήταν ο αρχηγός της συγκεκριμένης ιερατικής κάστας και ηγέτης του ιερατικού συμβουλίου των Ναών. Υπομονετικά περίμενε να τελειώσουν οι ιεροπραξίες της ημέρας μέχρι που στο τέλος πήγε μπροστά στον Αρχιερέα έπεσε στα πόδια του  και είπε Σεβάσμιε συγχώρα την αχαριστία μου και δέξου με στον οίκο στον οποίο η σεβασμιότητα σου ηγεμονεύει, τότε το πρόσωπο του κληρικού φωτίστηκε και σήκωσε τον κουρελή από το έδαφος, παραγγέλλοντας στους υπηρέτες του ναού να του δώσουν κατάλυμα και καθαρά ρούχα, για να τον υποδεχτεί αργότερα στην μεγάλη τράπεζα που θα έκανε προς τιμή του και να ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα, ότι  το ιερατείο είχε αποκτήσει ένα νέο και άξιο μέλος.
  Δεν πέρασε πολύς καιρός  και ο πρώην ζητιάνος έγινε ιερέας και απέκτησε όσα ποτέ του δεν είχε στην ζωή του, απέκτησε χρήματα, τιμές, δόξα και εξουσία, όμως κάτι μέσα του είχε αλλάξει, κάτι είχε κλέψει αυτό το φώς που τον ζέσταινε και τον φώτιζε τις κρύες εκείνες νύχτες, που τριγύρναγε σαν ξένος στην ερημιά των μεγάλων πόλεων...αυτός όμως καθησύχαζε τον εαυτό του λέγοντας πώς συμβαίνει αυτό λόγω των μεγάλων του ευθυνών, τις οποίες απέκτησε όταν έγινε Ιερέας, ότι τώρα μπορεί ναι βοηθάει καλύτερα τους ανθρώπους, αφού έχει τα μέσα και το χρήμα να το κάνει και έτσι περνούσε ο καιρός χωρίς να μπορεί να δει την ζημιά που τελικά είχε κάνει στον εαυτό του.
  Μια μέρα όμως από αυτές που ο Θεός αφήνει τις ακτίνες του να τρυπήσουν τις καρδιές των ανθρώπων, εκεί που πήγαινε σε κάποια δεξίωση του Αυτοκράτορα ανταμώνει έναν επαίτη, που εκλιπαρούσε τον κόσμο γύρω του για τροφή ή έστω μερικά χάλκινα νομίσματα, όμως τα μάτια του πρώην ζητιάνου είχαν τυφλωθεί από την νέα του καλή ζωή και δεν του έδωσε καμία σημασία, τον προσπέρασε όπως προσπερνάει κανείς ένα αδέσποτο ζώο που κουρνιάζει στο πεζοδρόμιο...Όμως εκείνος του έπιασε την άκρη των αμφίων του, τον κοίταξε με μάτια αθώα, παιδικά και τον ρώτησε “γιατί, γιατί λησμόνησες;”. Αυτή η ερώτηση τρύπησε την καρδιά του σαν δίστομη ρομφαία και τότε κατάλαβε πως είχε περάσει από την χώρα των ζώντων στους τόπους της λησμονιάς όπου βασιλεύει η σκοτεινιά και η άγνοια, αυτή η σκέψη τον έκανε να λυγίσει και να κλάψει σαν μωρό παιδί που μόλις το πήραν από την αγκαλιά της μάνας του.....τότε γονάτισε μπροστά στον ζητιάνο, τον αγκάλιασε και μέσα από τον πόνο των λυγμών του ζητούσε συγχώρεση.
    Ο Ζητιάνος τον κοίταξε με συμπόνια και του είπε “θυμήσου όμως ότι ανήκεις εδώ” και με μια παλιά ξύλινη ράβδο που κρατούσε του έδειξε την γη όχι σε αυτό που βλέπεις αλλά αυτό που δεν βλέπεις και τότε έστρεψε την ράβδο του στον γαλανό ουρανό. Τότε η ύπαρξη του Ιερέα συγκλονίστηκε και θυμήθηκε ποιος ήταν και κατάλαβε τι κατέληξε να γίνει και πόσο τον είχε παραπλανήσει εκείνη η σκιά την καταραμένη νύχτα που αποφάσισε να γίνει κληρικός και να αποδεχτεί τις κοσμικές τιμές που του επεφύλασσε ο Αρχιερέας. Γύρισε στον ζητιάνο και με αγωνία του ζήτησε να μείνει για πάντα δίπλα του, σαν μαθητής του για να διδαχτεί ξανά τι σημαίνει ταπεινότητα.... Εκείνος χαμογελώντας αινιγματικά αποκρίθηκε “σε όποιον χτυπά την πόρτα, μόνο τότε αυτή ανοίγει, αν θες να έλθεις έλα δεν θα σε εμποδίσω γιατί η επιθυμία σου είναι αγνή και κρυστάλλινη” και αφού είπε αυτό με μια απότομη κίνηση  έλυσε την κάπα του και εκείνη έπεσε κατάχαμα αποκαλύπτοντας ένα πανώριο φως, ένα φως που φαίνονταν σαν να έκρυβε μέσα του την χαρά όλου του κόσμου μαζεμένη.
     Τότε ο ιερέας έχασε το φως του και η πόλη γύρω του χάθηκε, οι φωνές και ο θόρυβος έπαψαν και βρέθηκε μπροστά σε ένα Θρόνο πάνω στον οποίο κατοικούσε η ίδια η πηγή του φωτός το οποίο έκρυβε η κάπα του επαίτη...μπροστά εκεί αιωρούνταν ένα πελώριο χρυσό κύπελλο το οποίο περιείχε νερό εκεί που ο “ξένος” περιεργάζονταν την ομορφιά και το κάλος του περιβάλλοντος στο οποίο ανέλπιστα βρέθηκε, το Φως μίλησε και η φωνή του έσκισε τον αγέρα σαν να βροντούσαν μαζί χίλιοι κεραυνοί και σαν να λυσσομανούσαν αμέτρητες θύελλες καταμεσής του πελάγου “Είναι τα χείλη σου άξια να αγγίξουν το ποτήριο της αγνότητας και της αθωότητας; Είναι η καρδιά σου ταπεινή για να δεχτεί το πύρινο ύδωρ της ζωής;” , το άγγιγμα των λόγων του φωτός ,σαν φραγγέλιο πλήγωσε την ψυχή του ιερέα, ενώ ο πόνος που ένιωσε έφθασε ως τα τρίσβαθα της ύπαρξης του. Όταν επιτέλους βρήκε το κουράγιο να μιλήσει απάντησε “ Κύριε της καρδιάς μου, η ταπεινότητα μου χάθηκε και ίσως...ίσως δεν την είχα και ποτέ” τότε το Φως έστειλε μια ακτίνα ζεστασιάς και αγάπης και απάλυνε τον πόνο της ταλαίπωρης  ψυχής του ζητιάνου...
 Ξαφνικά τα πάντα χάθηκαν και ένας ξαπλωμένος άνδρας  μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, ιδρωμένος και έντρομος, σηκώθηκε απότομα από το ύπνο του...ναι όλα ήταν ένα όνειρο μα ένα όνειρο αληθινό και μια διδασκαλία για ένα  άνθρωπο πλούσιο που είχε ξεχάσει την αιώνια πατρίδα, νομίζοντας ότι κέρδισε την μάχη για τον ουρανό κάνοντας ανιαρές και ανούσιες φιλανθρωπίες, συνεχίζοντας να ζει στις γειτονιές της οδού των καταραμένων, εκεί που δοξάζεται η λησμονιά και χαίρει η κακία...Όταν όμως ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι του η καρδιά του ήταν ανάλαφρη στην ζυγαριά του  χρόνου έχοντας το βάρος ενός φτερού γιατί τώρα ήξερε, γνώριζε, κατανόησε πως πρέπει να συνεχίσει...μέσα από το όνειρο η λήθη έγινε ένας κακός και ξεχασμένος εφιάλτης...η αληθινή ζωή ξημέρωσε την επόμενη μέρα...

4 σχόλια:

Εκδήλωση για τον Τανάγρα...

Πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση για τον Πατέρα της παραψυχολογίας στην Ελλάδα Άγγελο Τανάγρα, όπου οι ομιλητές ανέλυσαν πράγματα για τη ζω...