
ΦΟΝΟΙΈνα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό έσπασε τη σιωπή μέσα στη νύχτα. Ταραγμένοι οι κάτοικοι της οδού Στιούαρτ του Χάρπεντεν σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους για να δουν τι έγινε. Τα σπίτια στην άκρη του δρόμου φωτίστηκαν και τα μπαλκόνια και τα παράθυρα γέμισαν κόσμο που προσπαθούσε να καταλάβει από που ακούστηκε αυτή η κραυγή. Τίποτα όμως δεν φάνηκε να κινείται μέσα στη νύχτα, τίποτα ύποπτο ώστε να τραβήξει την προσοχή τους. Έτσι, έπεσαν και πάλι για ύπνο σκεπτόμενοι πως ήταν απλά ένας λάθος συναγερμός. Το επόμενο πρωί στο σπίτι μπροστά από τα γήπεδα του τέννις βρίσκονταν αρκετά αυτοκίνητα της αστυνομίας και δεκάδες αστυνομικοί να πηγαινοέρχονται. Ένα ασθενοφόρο έφυγε γρήγορα αφού οι νοσοκόμοι έβαλαν μέσα το άψυχο σώμα της νεαρής κοπέλας που, μέχρι χθες, ζούσε εκεί. Κόσμος μαζεύτηκε στο δρόμο μπροστά από το σπίτι κοιτώντας με περιέργεια και ρωτούσε να μάθει τι έγινε. Δημοσιογράφοι με μικρόφωνα και κάμερες έτρεχαν πάνω κάτω ρωτώντας αν ήξερε κανείς τι είχε συμβεί. Η αστυνομία δεν άφηνε κανέναν να μπει μέσα στο σπίτι και κανείς εκτός από αυτούς και τους νοσοκόμους που μόλις έφυγαν δεν ήξερε τι έγινε στο σπίτι της οδού Στιούαρτ. Όλοι αναρωτιόνταν τι είχε συμβεί όταν ο αρχηγός της αστυνομίας εμφανίστηκε μέσα από το σπίτι για να μιλήσει στον κόσμο.
«Σας παρακαλώ κάντε λίγη ησυχία για να ακούτε.» είπε και συμπλήρωσε «Στο σπίτι αυτό χθες τα ξημερώματα γύρω στις 03:00 υπολογίζουμε, έγινε ένας φόνος. Δολοφονήθηκε η μις Ανν Πέννινγκ, νοσηλεύτρια στο νοσοκομείο της πόλης μας, 26 χρονών. Λεπτομέρειες για το φόνο και το θύμα θα γίνουν γνωστές το απόγευμα. Ευχαριστώ.» Τελείωσε το λόγο του και μπήκε πάλι στο σπίτι. Φαινόταν ταραγμένος, δικαιολογημένα, γιατί φόνος στην πόλη είχε να συμβεί πολλά χρόνια. Έπρεπε να βρουν τον ένοχο γρήγορα. Ο κόσμος, αφού έμαθε τι είχε συμβεί άρχισε να διαλύεται αφήνοντας την αστυνομία να κάνει τη δουλειά της. Οι δημοσιογράφοι συζητούσαν μεταξύ τους μήπως βρουν κάποια πηγή και οι αστυνομικοί έλεγχαν το γύρω χώρο.
Λίγη ώρα μετά ένα μαύρο φόλκσβαγκεν σταμάτησε μπροστά από το σπίτι και από μέσα βγήκε ένας άντρας, φορούσε σκούρο μπλε τζιν παντελόνι και μαύρο πουκάμισο. Περπάτησε γρήγορα ως το σπίτι φορώντας τα μαύρα γυαλιά ηλίου του. Ήταν κάπου 28-29 χρονών και με ύψος κοντά στο 1.85.
«Χάρρινγκτον ήρθες.» είπε ο αρχηγός που στεκόταν στο σαλόνι, «Έλα να ρίξεις μια ματιά, κοπέλα δολοφονημένη, 26 χρονών, κανένας μάρτυρας.» συμπλήρωσε και προχώρησε προς την κρεβατοκάμαρα. «Είναι η ειδικότητα σου. Περίεργα σύμβολα στους τοίχους, η καρδιά της μέσα σε ένα πιάτο και ένα είδωλο πάνω στο κομοδίνο. Τι λες Ντάνιελ; Κάποια θυσία;». Ο Ντάνιελ κοίταξε προσεκτικά χωρίς να αγγίξει το άγαλμα. «Αυτό συμβολίζει κάποια θεότητα προφανώς. Η καρδιά αφέθηκε μπροστά του σαν προσφορά και το σώμα ανοίχτηκε καθώς η κοπέλα ήταν ζωντανή. Δεν άκουσε κανείς φωνές;». «Δεν ρωτήσαμε κανέναν ακόμα, περιμέναμε να έρθεις.» απάντησε ο αρχηγός. «Να στείλουμε δυο τρία άτομα να ρωτήσουν τους γείτονες αν είδαν ή αν άκουσαν τίποτα τότε.» είπε ο Ντάνιελ και γύρισε το βλέμμα του στο ειδώλιο καθώς περίμενε τον αρχηγό να επιστρέψει. Σκεφτόταν πως κάπου το είχε ξαναδεί αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί που. «Πήγαν δυο αρχιφύλακες στα σπίτια.» είπε ο αρχηγός καθώς έμπαινε στο δωμάτιο «Τι σκέφτεσαι;». «Ζωγράφισαν αυτά τα σύμβολα στους τοίχους ώστε να παγιδεύσουν την ψυχή της καθώς ξεψυχούσε, θα πρέπει να ούρλιαζε τρομερά. Μετά έβγαλαν την καρδιά της όσο ήταν ζωντανή και την πρόσφεραν στο αγαλματίδιο. Το εργαλείο του φόνου βρέθηκε; Κάποιο αποτύπωμα;» ρώτησε ο Ντανιέλ. «Τίποτα ακόμα,» απάντησε ο αρχηγός, «Το μόνο που ξέρουμε είναι πως μάλλον ήταν τέσσερις γιατί τόσα ίχνη βρέθηκαν δίπλα από το γήπεδο του τέννις στην πίσω πλευρά.». «Ποιος βρήκε το πτώμα;». «Μια φίλη του θύματος. Λέγεται Μαίρη Μπλαντ. Μένει στην οδό Σάλισμπέρι και περνάει κάθε πρωί από εδώ, παίρνει την Ανν και πάνε για έναν καφέ στην καφετέρια όπου δουλεύει δίπλα στο νοσοκομείο. Την στείλαμε σπίτι της γιατί ήταν σε κατάσταση σοκ, πήγαινε να τη βρεις.». «Θα πάω το απόγευμα, θα ρωτήσω αν άκουσαν τίποτα οι γείτονες και θα ρίξω άλλη μια ματιά εδώ πριν φύγω.» είπε ο Ντάνιελ πριν βγει από το δωμάτιο. «Μπορείτε να πάρετε τα στοιχεία.» είπε στους αρχιφύλακες.
Ανέβηκε στον 3
ο όροφο και χτύπησε το κουδούνι με το όνομα Μ. Μπλαντ. Του άνοιξε μια συμπαθητική κοπέλα γύρω στα 25. «Η δεσποινίς Μπλαντ;» ρώτησε ο Ντάνιελ. «Μάλιστα» απάντησε η κοπέλα. «Επιθεωρητής Χαρρινγκτον.» έδειξε το σήμα του. «Έχω αναλάβει την υπόθεση της δολοφονίας της φίλης σας, μπορώ να σας κάνω μερικές ερωτήσεις;». «Ναι περάστε μέσα.» του είπε και προχώρησε στο σαλόνι. Την ακολούθησε κοιτάζοντας γύρω του. Ο χώρος ήταν απλά διακοσμημένος, ένας καναπές, δύο πολυθρόνες και ένα τραπεζάκι γέμιζαν το χώρο συν μια βιβλιοθήκη με λίγα μυθιστορήματα όπως πρόσεξε ο Ντάνιελ και μερικές φωτογραφίες της κοπέλας μαζί με το θύμα. «Καθίστε, να σας φέρω κάτι να πιείτε;» τον ρώτησε. «Όχι ευχαριστώ, θα είμαι σύντομος.» της απάντησε ο Ντάνιελ «Πόσο καιρό γνωρίζατε την δεσποινίδα Πεννινγκ;». «Περίπου 5 χρόνια. Τότε ήρθε εδώ από το Έσσεξ για να δουλέψει στο νοσοκομείο. Εγώ δουλεύω στην καφετέρια απέναντι κι έτσι γνωριστήκαμε κι έκτοτε γίναμε φίλες.». «Ήσασταν μαζί το προηγούμενο βράδυ;» «Όχι, όταν είχαμε δουλειά το επόμενο πρωί δε βγαίναμε τις νύχτες.» «Μάλιστα. Τελευταία μήπως γνωρίσατε τίποτα περίεργους τύπους; Ήξερε η Ανν κανέναν που θα μπορούσε να της κάνει κακό;». «Όχι!» απάντησε η Μαίρη σκύβοντας το κεφάλι. Έδειχνε σφιγμένη. «Μήπως ξέρετε αν είχε εχθρούς που θα ήθελαν να την βλάψουν;» «Όχι, ήταν πολύ γλυκιά, δεν είχε παράξενες ή κακές παρέες.» Η Μαίρη ξέσπασε σε λυγμούς. Συνέχισε λίγο μετά κλαίγοντας «Ποιός θα μπορούσε να της κάνει κάτι τέτοιο; Μπήκα μέσα γιατί δεν απαντούσε και την είδα νεκρή με τα μάτια ανοιχτά, ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος πάνω της! Ποιός; Γιατί;». Έκλαιγε δυνατά. «Καλύτερα να φύγω». Ο Ντάνιελ σηκώθηκε «Αυτό είναι το τηλέφωνο μου. Σε περίπτωση που θυμηθείτε κάτι ή με χρειαστείτε, μη διστάσετε.» είπε δίνοντας της την κάρτα του. «Σας ευχαριστώ πολυ!».
Αμέσως μετά ο Ντάνιελ πήγε να βρει τον ιατροδικαστή, να μάθει τα συμπεράσματα που έβγαλε για τον φόνο. Μπήκε μέσα στον θάλαμο όπου τον βρήκε να εξετάζει το σώμα. «Ντάνιελ ήρθες.» είπε ο γιατρός «Έλα, πλησίασε.». «Λοιπόν δρ. Κούπερ, τι μάθατε;» ρώτησε ο Ντάνιελ κοιτώντας με λύπη το άψυχο σώμα της κοπέλας. «Πέθανε ανάμεσα στις 3 και 3 και μισή τα ξημερώματα. Την άνοιξαν με ένα μυτερό αντικείμενο, το πιο πιθανόν κοφτερό οδοντωτό μαχαίρι. Ξεκίνησαν από το λαιμό, την χτύπησαν πολύ δυνατά, οι φωνητικές της χορδές κόπηκαν σχεδόν αμέσως, επομένως θα ήταν μάλλον τυχερή αν πρόλαβε να ουρλιάξει έστω». «Ένα ουρλιαχτό έβγαλε μόνο, το άκουσε όλη η γειτονιά.» απάντησε ο Ντάνιελ. «Αφού πρόλαβε να το βγάλει...» είπε ο ιατροδικαστής με νόημα και συνέχισε «Από το λαιμό κατέβηκαν έως 4 εκατοστά κάτω από τον αφαλό, άνοιξαν δηλαδή όλο το μπροστινό της μέρος. Αφαίρεσαν την καρδιά της ενώ ήταν ζωντανή και την άφησαν έτσι. Αυτό που μου προκαλεί εντύπωση όμως είναι πως ήξεραν τι έκαναν και τον σωστό τρόπο για να το κάνουν. Καθώς την άνοιγαν δεν πέτυχαν κανένα όργανο. Το μαχαίρι μπήκε όσο θα έπρεπε να μπει. Ακόμα και η καρδιά. Την ξερίζωσαν κυριολεκτικά αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να μην τραυματίσουν κάποιο άλλο όργανο, την έβγαλαν βίαια αλλά δε χτυπήθηκε κανένας πνεύμονας ή κάτι άλλο γύρω της». «Άρα αυτός που το έκανε είναι επαγγελματίας, μάλλον γιατρός.» παρατήρησε ο Ντάνιελ. «Ακριβώς!» είπε ο ιατροδικαστής «Της ξερίζωσε την καρδιά και την άφησε να ξεψυχήσει. Ποιός θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Ούτε στα ζώα δεν τα κάνουν αυτά, πάντως μοιάζει με τελετουργικό». Ο Ντάνιελ τον κοίταξε σηκώνοντας το ένα φρύδι και γέρνοντας το κεφάλι ελαφρά προς τ’ αριστερά. Ο ιατροδικαστής έμεινε με ανοιχτό το στόμα «Αλήθεια;» ψιθύρισε. «Ναι Κλάρενς.» είπε απρόθυμα ο Ντάνιελ «Έτσι φαίνεται, όλα εκεί μέσα αυτό θύμιζαν... θυσιαστήριο». Του είπε πως ήταν το δωμάτιο καθώς ο ιατροδικαστής τον άκουγε σχεδόν παγωμένος. Έφυγε από τον ιατροδικαστή και κατευθύνθηκε προς την αίθουσα όπου είχαν τα στοιχεία. Πήρε μερικές φωτογραφίες του αγαλματιδίου και των συμβόλων που ήταν στους τοίχους του θύματος και πήγε στο γραφείο του αρχηγού. Τον ενημέρωσε για τις φωτογραφίες και του είπε πως φεύγει «Θα μελετήσω την υπόθεση στο σπίτι και αύριο το πρωί θα ξεκινήσω έρευνα. Καληνύχτα.».
Έφτασε κουρασμένος στο σπίτι, στερέωσε τις φωτογραφίες στον πίνακα για τις υποθέσεις και έπεσε για ύπνο σκεπτόμενος το αγαλματίδιο. Ήταν γύρω στα 35 εκατοστά, φτιαγμένο από μόλυβδο, στο φυσικό χρώμα του υλικού, παρίστανε έναν άνδρα καθισμένο σε έναν θρόνο, με κεφάλι χταποδιού και πλοκάμια να βγαίνουν από τους ώμους. Περίεργο σχήμα, ακατανόητο, πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο, προφανώς ήταν μια θαλάσσια θεότητα. Τι δουλειά όμως είχε στο Χάρπεντεν αυτό; Αυτή η μικρή πόλη της κομητείας Χέρτφορντσάιρ της Αγγλίας απέχει χιλιόμετρα από θάλασσα, ούτε λίμνη ή ποτάμι δεν είχε, πως έφτασε αυτό εκεί; Γιατί σκότωσαν την κοπέλα; Ήταν μια θυσία; Τους ήξερε; Ήταν από 'κεί οι δολοφόνοι; Προφανώς ο ένας ήταν γιατρός, πολύ καλός μάλιστα, τι δουλειά είχε σε όλο αυτό όμως; Ερωτήσεις, αυτές και άλλες πολλές γυρνούσαν στο μυαλό του καθώς αποκοιμιόταν. Έπρεπε να βρει γρήγορα τις απαντήσεις και τους ενόχους πριν γίνει κι άλλη δολοφονία...
Όλοι στο τμήμα έτρεχαν πάνω κάτω, ο αρχηγός ήταν μες στα νεύρα και τα τηλέφωνα χτυπούσαν, κυρίως από δημοσιογράφους που ζητούσαν να μάθουν νεότερα για την υπόθεση. Αυτό που εκνεύριζε περισσότερο τον αρχηγό ήταν πως τα τηλεφωνήματα ήταν μια συνεχής υπενθύμιση πως βρίσκονταν σε αδιέξοδο! Έστειλε δυο τρεις αρχιφύλακες να ερευνήσουν το μονοπάτι πίσω και γύρω από το σπίτι του θύματος μήπως βρουν κάτι που τους ξέφυγε την προηγούμενη μέρα και βοηθήσει στην έρευνα. Έστειλε και μερικούς επιθεωρητές να ρωτήσουν τους γείτονες αν θυμήθηκαν κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει. Ο Ντάνιελ έψαχνε στοιχεία για τα σύμβολα και τον τρόπο δολοφονίας σε βιβλία και στο διαδίκτυο. Το μόνο που βρήκε ήταν κάποια παραπλήσια σύμβολα αλλά κανένα ίδιο. Ουσιαστικά δεν είχε καν αρχίσει να ερευνά μιας που δεν υπήρχε τίποτα διαθέσιμο. Λες και όλα ήταν από άλλο κόσμο που απλά σκότωσαν και εξαφανίστηκαν έτσι αθόρυβα όπως ήρθαν...
«Όλιβερ Τζόνσον.» είπε ο αρχηγός που σήκωσε το τηλέφωνο του αμέσως μόλις χτύπησε. «Γεια σου Όλιβερ, εδώ Έντουαρντ Χάντσον από τα κεντρικά.» είπε η φωνή του Διοικητή της αστυνομίας της κομητείας του Χέρτφορντσαιρ. «Καλημέρα κύριε Διοικητά!» είπε ο αρχηγός δυνατά. «Καλή σου μέρα Όλιβερ.» απάντησε ο διοικητής μπαίνοντας αμέσως στο θέμα για το οποίο πήρε «Έχουμε κάποια εξέλιξη στην υπόθεση Πέννινγκ; Μια βδομάδα έχει περάσει και δεν έχουμε ενημερωθεί ακόμα.» Ο αρχηγός σοβάρεψε και έσκυψε το κεφάλι απολογητικά αν και ο διοικητής δεν μπορούσε να τον δει. «Τίποτα ακόμα κύριε, κανένα στοιχείο, κανένα αποτύπωμα, ούτε ίχνη· τίποτα δεν άφησαν οι ένοχοι.». «Μου λες πως εξαφανίστηκαν; Δεν γίνεται αυτό, ψάξτε κι άλλο!» είπε με αυστηρό τόνο ο διοικητής. «Ψάχνουμε ασταμάτητα αλλά δεν υπάρχει τίποτα, ούτε τα σύμβολα δεν βρίσκουμε πουθενά. Ο επιθεωρητής μας ειδικεύεται σε αυτά αλλά προς το παρόν δεν βρήκε τίποτα. Είναι θέμα χρόνου κύριε!» είπε με θάρρος ο αρχηγός προσπαθώντας να δείξει εμπιστοσύνη στον Ντάνιελ. «Το ελπίζω να είναι θέμα χρόνου,» είπε ο διοικητής «γιατί αν ξαναγίνει κάτι τέτοιο και δεν έχουμε στοιχεία θα προκληθεί πανικός Όλιβερ και αυτό δεν θα αρέσει καθόλου στους από πάνω. Θα ξανατηλεφωνήσω για να ενημερωθώ, καλή σου μέρα.» είπε με πιο έντονο ύφος ο διοικητής. «Καλή σας μέρα κύριε διοικητά...» είπε κλείνοντας το τηλέφωνο ο αρχηγός και φώναξε τον Ντάνιελ. «Χάρρινγκτον στο γραφείο μου!!!». Ο Ντάνιελ μπήκε βιαστικά μέσα. «Πως πάει η έρευνα; Μόλις μου τηλεφώνησε ο διοικητής και τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά. Πρέπει να βρούμε κάτι γρήγορα. Βγες στους δρόμους, ψάξε, κάνε κάτι!». «Έγινε αρχηγέ!» είπε ο Ντάνιελ «φεύγω αμέσως!!».
«Ενδιαφέρεστε για την μυθολογία των Αρχαίων;» Άκουσε μια φωνή να του λέει από δίπλα του. Σήκωσε το κεφάλι με απορία, στο παγκάκι πλάι του καθόταν ένας νεαρός. «Ε;» Κατάφερε να πει μέσα στο ξάφνιασμά του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν απορροφημένος στα χαρτιά του. «Τα σύμβολα που μελετάτε στις φωτογραφίες ανήκουν στη μυθολογία των Αρχαίων Θεών.» Είπε ο νεαρός. «Κι εσύ από που ξέρεις γι’ αυτά;» ρώτησε με έκπληξη ο Ντάνιελ. «Είμαι φοιτητής κοινωνικών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και είδα αυτά τα σύμβολα κάποτε που έψαχνα πληροφορίες για μια εργασία.». «Σχετικά με αυτά τα σύμβολα;» είπε έκπληκτος ο Ντάνιελ. «Όχι, απλά τα είδα τυχαία και τα κοίταξα λίγο γιατί βρίσκω ενδιαφέρουσα την όλη μυθολογία. Δεν είναι σαν τις άλλες, είναι διαφορετική!» είπε με ενθουσιασμό ο νεαρός. «Νικ Μόρις!» συστήθηκε και άπλωσε το χέρι του. «Επιθεωρητής Ντάνιελ Χάρρινγκτον.» είπε, του έδωσε το χέρι και συνέχισε «Που μπορώ να μάθω περισσότερα γι’ αυτά τα σύμβολα;». «Περάστε από το πανεπιστήμιο αύριο το πρωί. Η καθηγήτρια μου η μις Γκραντ θα ξέρει γι’ αυτό το θέμα. Αυτό είναι το νούμερό μου, πάρε με μόλις φτάσεις να σε πάω σ’ εκείνην. Θα την ενημερώσω να ξέρει.» απάντησε ο Νικ. «Σ’ ευχαριστώ, με σώζεις!» είπε με ένα χαμόγελο ο Ντάνιελ. «Μπορώ να ρωτήσω προς τι αυτό το ενδιαφέρον;» Ρώτησε ο Νικ βλέποντας τη χαρά του Ντάνιελ. «Ανέλαβα την υπόθεση δολοφονίας της κοπέλας της οδού Στιούαρτ και αυτά τα σύμβολα ίσως παίζουν κάποιο ρόλο.» είπε ο Ντάνιελ. «Πρέπει να φύγω τώρα.» είπε ο Νικ «Περιμένω τηλεφώνημά σου αύριο. Καλό απόγευμα.». «Θα σου τηλεφωνήσω μόλις φτάσω.» Απάντησε ο Ντάνιελ και έφυγε κι αυτός.
Όταν έφτασε στο χώρο του πανεπιστημίου πήρε τηλέφωνο τον Νικ, κανόνισαν να συναντηθούν στην καφετέρια της σχολής και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Πήρε να πιει έναν καφέ και λίγα λεπτά μετά είδε τον Νικ και την καθηγήτρια του να έρχονται προς το μέρος του. Μια αδύνατη μετρίου αναστήματος κοπέλα, με κόκκινα μαλλιά και καφετιά μάτια, γύρω στα 30. Τα μαύρα κοκκάλινα γυαλιά που φορούσε την κολάκευαν ιδιαίτερα. Μόλις έφτασαν δίπλα του ο Νικ έκανε τις συστάσεις κι έφυγε γιατί είχε μάθημα, έτσι ο Ντάνιελ την ρώτησε για το άγαλμα στη φωτογραφία. «Θα ήθελα να μάθω πληροφορίες γι’ αυτό.» είπε δείχνοντας της την φωτογραφία του αγαλματιδίου. Αυτή το κοίταξε και γύρισε το βλέμμα της στο πλάι με αποστροφή. «Καλύτερα να έρθετε στο στο σπίτι μου επιθεωρητά. Έχω μάθημα τώρα και οι πληροφορίες είναι αρκετές. Αυτή είναι η διεύθυνση και το τηλέφωνο μου. Ελάτε στις 6.» Του έδωσε την κάρτα της και τον καλημέρισε ευγενικά καθώς έφευγε.
«Λοιπόν κύριε Χάρρινγκτον,» είπε η Έμμα κρατώντας το φλιτζάνι με τον καφέ στα χέρια της «προς τι το ενδιαφέρον σας γι’ αυτή τη θρησκεία;». «Καθαρά επαγγελματικό.» απάντησε ο επιθεωρητής. «Ανέλαβα την υπόθεση δολοφονίας της οδού Στιούαρτ, βρήκαμε αυτό το άγαλμα στον τόπο του φόνου και αυτά τα σύμβολα στους γύρω τοίχους». Της έδειξε τις υπόλοιπες φωτογραφίες εξηγώντας της τις θεωρίες του. «Οι υποθέσεις σου είναι σωστές ως προς την λειτουργία των συμβόλων. Μάλλον προσπαθούν να καλέσουν τους αρχαίους θεούς» του είπε. «Θα γίνουν δηλαδή κι άλλοι φόνοι;» ρώτησε ο επιθεωρητής. «Πολύ πιθανόν. Οι οπαδοί τους είναι παντού και ψάχνουν τον τρόπο να ανοίξουν τις πύλες για να επιστρέψουν οι Θεοί τους. Θα κάνουν τα πάντα για να το καταφέρουν». «Υπάρχει περίπτωση να είναι μπλεγμένοι άνθρωποι σε υψηλές θέσεις; Γιατροί ή δικηγόροι για παράδειγμα;» ρώτησε σκεπτικός ο Ντάνιελ. «Πολύ φοβάμαι πως ναι, δεν υπάρχουν στοιχεία για την δράση τους, ξέρουμε πως υπάρχουν αλλά δεν ξέρουμε ποιοι και γιατί. Αυτό σημαίνει πως κάποια ψηλά ιστάμενα πρόσωπά είναι μπλεγμένα...» είπε σκεπτική η Έμμα. «Ο Νικ μου είπε πως αυτή η θρησκεία τον ενδιαφέρει γιατί είναι διαφορετική. Δηλαδη, τι το διαφορετικό έχει;». Η Έμμα σοβάρεψε, έβγαλε τα γυαλιά της και τον κοίταξε κατάματα καθώς του αφηγούταν την μυθολογία των αρχαίων θεών. «Οι άνθρωποι αυτοί είναι τρελοί...» αναφώνησε ο Ντάνιελ. «Ίσως ναι, ίσως και όχι.» είπε ανέκφραστη η Έμμα «Ο μεγαλύτερος θεός τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους βρίσκεται στον ωκεανό. Λένε πως μπορεί να επηρεάσει τους ανθρώπους μέσα από τα όνειρα τους. Όσο παράλογο και αν ακούγεται, έχει ίσως μια βάση. Ξέρω ανθρώπους που έψαχναν απλά πληροφορίες για το θέμα αυτό και όσο πιο βαθιά έμπαιναν έβλεπαν εφιάλτες ώσπου τρελάθηκαν. Κοιμάται λένε στο βυθό της θάλασσας στην ιερή του πόλη και επηρεάζει τους ανθρώπους μέσω των ονείρων, τους τρελαίνει!». «Και τι περιμένει και δεν ξυπνάει να δείξει στους οπαδούς του πως είναι εδώ και μας ελέγχει;» ρώτησε σχεδόν ειρωνικά ο Ντάνιελ. «Περιμένει να πάρουν τη σωστή τους θέση τα αστέρια...» είπε η Έμμα διστακτικά και ήπιε μια γουλιά τσάι με το βλέμμα χαμηλωμένο. «Δηλαδή πρέπει να προσέχω και την ψυχική υγεία μου εκτός από την σωματική, αν είναι αληθινά όλα αυτά. Εσείς που τα ξέρετε;». «Αν διαβάσετε όλα αυτά τα βιβλία θα δείτε επιθεωρητά» απάντησε η Έμμα σοβαρή και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αυτό θα κάνω,» είπε ο Ντάνιελ «Προς το παρόν θα πέσω για ύπνο να καθαρίσει το μυαλό μου και μόλις ξυπνήσω θα τα μελετήσω προσεκτικά.». Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα κρατώντας μια στοίβα βιβλία έτοιμα να του πέσουν. «Αν έχω κάποια απορία θα σας τηλεφωνήσω». «Φυσικά, μη διστάσετε. Καληνύχτα» είπε η Έμμα καθώς του άνοιγε την πόρτα.
Καθώς οδηγούσε οι σκέψεις έτρεχαν στο μυαλό του για την περίεργη αυτή θρησκεία, για την κοσμογονία που πρώτη φορά άκουγε, για τους θεούς που εξουσίαζαν τον κόσμο κατά τη δημιουργία του. Την έλευση άλλων θεών, από άλλους πλανήτες που έδιωξαν τους θεούς αυτούς εκτός από τον αρχηγό τους ο οποίος τώρα βρίσκεται στο βυθό της θάλασσας. Οι οπαδοί τους που παραμονεύουν στις σκιές και προσπαθούν να τους φέρουν πίσω, οι φυλές των Ινδιάνων που λάτρευαν θαλάσσιους θεούς και ταυτόχρονα τους φοβούνταν στην Αμερική. Όλα αυτά τώρα εμφανίζονταν στην Αγγλία στη μικρή επαρχία του Χέρτφορντσάιρ και αυτός έπρεπε να βρει την άκρη, έπρεπε να τους σταματήσει πριν γίνουν κι άλλοι φόνοι. Ένιωσε να αποκοιμιέται στο τιμόνι αλλά τα φώτα και ο δυνατός ήχος της κόρνας του διερχομένου αυτοκινήτου τον ξύπνησε πριν συγκρουστούν, άρχισε να τον κυριεύει η κούραση αλλά έφτασε σπίτι...
Τον ξύπνησε το τηλέφωνο μια ώρα περίπου πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι, μόλις το έβαλε στο αυτί του άκουσε τη φωνή του αρχηγού να ουρλιάζει πως έγινε κι άλλος φόνος., αυτή τη φορά πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Έκλεισε το τηλέφωνο και άρχισε να ντύνεται γρήγορα. Λίγα λεπτά αργότερα φτάνοντας στον σταθμό είδε τους δημοσιογράφους να βομβαρδίζουν με ερωτήσεις τους αστυνομικούς. Πέρασε γρήγορα αλλά διακριτικά από μέσα τους για να φτάσει πίσω από το κτίριο, ανάμεσα στα δέντρα, όπου είδε το σώμα ενός άντρα να κρέμεται από ένα κλαδί. «Γκράχαμ Μίλλερ, 53, ιδιωτικός υπάλληλος σε μεταφορική εταιρία. Τον βρήκαν δύο άτομα που έκαναν βόλτες μέσα στα δέντρα πριν από λίγη ώρα.» είπε ο αρχηγός μόλις τον είδε κοιτώντας το σώμα που κρεμόταν. «Ας τον κατεβάσει κάποιος!», φώναξε. Το σώμα ήταν ακίνητο από την έλλειψη ανέμου το πρωί, ήταν δεμένος από το λαιμό, φορούσε ένα κοστούμι, η γραβάτα κρεμόταν πάνω από τον δεξί ώμο και το πουκάμισο του είχε γίνει τελείως κόκκινο από το αίμα. Τον κατέβασαν οι νοσοκόμοι, που μόλις είχαν φτάσει για να τον πάνε στο νεκροτομείο, με τη βοήθεια μερικών αστυνομικών. Ο Ντάνιελ κοίταξε το δέντρο και το σχοινί που ήταν δεμένο, το σώμα για τυχόν σημάδια. Έπειτα ερεύνησε το έδαφος και τις ρίζες του δέντρου αλλά δε βρήκε τίποτα. «Πάλι τίποτα!» είπε φανερά εκνευρισμένος στον αρχηγό «πως καταφέρνουν και δεν αφήνουν ίχνη; Πετάνε;». Περπάτησε γύρω από το δέντρο κοιτώντας παντού ερευνητικά, ήταν αποφασισμένος να βρει κάτι, δεν γίνεται να μην άφησαν ίχνη και δεύτερη φορά οι ένοχοι, ήταν αδύνατον. «Τι ώρα θα περάσεις από τον ιατροδικαστή να πάρεις την έκθεση;» ρώτησε ο αρχηγός. «Δεν ξέρω.» απάντησε κοφτά ο Ντάνιελ. «Θα ψάξω καλά εδώ για στοιχεία και μετά βλέπουμε.» «Εντάξει.» είπε ο αρχηγός, που προτίμησε να μη φέρει αντίρρηση βλέποντας τον εκνευρισμένο, κι έφυγε. Εκείνος κοίταζε προσεκτικά κάθε σπιθαμή του εδάφους για να βρει κάτι, οτιδήποτε είχε σχέση με τους ενόχους. Και βρήκε. Ένα μενταγιόν, μέσα σε κάτι χόρτα λίγα μέτρα από το δέντρο από το οποίο κρεμόταν ο άτυχος άντρας, φτιαγμένο από κάτι που έμοιαζε με κόκαλο είχε σκαλισμένο επάνω ένα μάτι. Ήταν σίγουρος πως ανήκε σε κάποιον από τους δολοφόνους επειδή αντί για κορδόνι κρεμόταν από φύκια. Προφανώς συνδεόταν με την θάλασσα όπως οι θεοί στους οποίους απευθύνονταν οι δύο φόνοι.
Ενημέρωσε τον αρχηγό για την εξέλιξη αυτή, έβαλε ανθρώπους να ψάξουν για άτομα που ήρθαν από το εξωτερικό με “εξωτική” όπως είπε εμφάνιση και πήρε τηλέφωνο την δεσποινίδα Γκραντ για να την συμβουλευτεί σχετικά με το μάτι. Ο Νικ θέλησε να βοηθήσει ψάχνοντας και αυτός μήπως αναγνώριζε κάποιον οπαδό της θρησκείας των αρχαίων αλλά ο Ντάνιελ δεν τον άφησε λόγω της επικινδυνότητας. Έτσι αρκέστηκε στο να ψάχνει ιστοσελίδες των οπαδών για τις οποίες θα ήξεραν λίγοι.
Επί δύο βδομάδες όλα κυλούσαν ομαλά, η αστυνομία έκανε έρευνες με κάποιο σκοπό και ο αρχηγός ησύχασε λίγο περιμένοντας κάποιο αποτέλεσμα. Ήταν γύρω στις τρεισήμισι το βράδυ και ο επιθεωρητής κοιμόταν. Το δωμάτιο φωτιζόταν μόνο από μια λάμπα απέναντι από το παράθυρό του. Ήταν μια ήσυχη και ζεστή βραδιά. Ξαφνικά μέσα στη νύχτα χτύπησε το τηλέφωνο και ο Ντάνιελ. Πετάχτηκε από τον ύπνο του λες και έβλεπε εφιάλτες και το σήκωσε έτοιμος να ακούσει πως βρέθηκε κι άλλο πτώμα. Ανακουφίστηκε όταν άκουσε τη φωνή του Νικ από την άλλη πλευρά, αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ. Τον άκουσε τρομαγμένο να του ζητάει να πάει αμέσως στο σπίτι του. Κάτι είχε συμβεί.
Ανέβηκε τις σκάλες γρήγορα. Μόλις είδε την μισάνοιχτη πόρτα στάθηκε για λίγο σκεπτόμενος την πιθανότητα να μπήκε κάποιος στο σπίτι. Έβγαλε το πιστόλι του και προχώρησε αργά προς τα μέσα. Όλα ήταν τακτοποιημένα στο σαλόνι. Συνέχισε προς το δωμάτιο από τον οποίον ερχόταν φως. Έγειρε το κεφάλι του να δει καλύτερα και είδε τον Νικ στο κρεβάτι, τρομοκρατημένο. «Τι έγινε;» ρώτησε ο επιθεωρητής καθώς τον κοιτούσε αποσβολωμένος «Νόμιζα πως μπήκε κάποιος και σου επιτέθηκε.». Ο Νικ άνοιξε τα μάτια και ανασηκώθηκε όσο μπορούσε. «Κάτι χειρότερο.» απάντησε με φωνή που έτρεμε «Είμαι ο επόμενος!». «Τι;» έκανε ο επιθεωρητής ξαφνιασμένος. «Έψαχνα στον ίντερνετ σελίδες με οπαδούς,» ξεκίνησε να αφηγείται ο νεαρός «όταν βρήκα μία πολύ σκοτεινή σελίδα. Αμέσως γράφτηκα και άρχισα να περιηγούμαι. Είχε παντού σύμβολα των αρχαίων παρόμοια με αυτά που είδα στις φωτογραφίες. Υπήρχαν κείμενα σε μια άγνωστη γλώσσα και ένα βίντεο το οποίο μόλις έπαιξε αποκοιμήθηκα.» Ο Ντάνιελ τον κοίταξε κάπως δύσπιστος αλλά τον παρακίνησε να συνεχίσει. «Είδα πως ήμουν σε έναν σκοτεινό διάδρομο και περπατούσα. Γύρω μου υπήρχαν πόρτες αλλά δεν έδινα σημασία, προχωρούσα μπροστά χωρίς να σταματάω. Έφτασα στο τέρμα του διαδρόμου. Ο δρόμος εκεί χωριζόταν δεξιά και αριστερά. Χωρίς να το σκεφτώ πήρα τον αριστερό και συνέχισα ευθεία. Περπατούσα αργά όταν είδα κάποιους με μανδύες και κουκούλες ναι βγαίνουν από μια πόρτα και να στρέφονται προς το μέρος μου. Ευτυχώς δεν ήταν πολύ φωτεινά κι έτσι από μακριά δεν με πρόσεξαν. Για να κρυφτώ μπήκα σε μια πόρτα στα δεξιά μου. Μόλις την έκλεισα είδα να γυρίζει προς το μέρος μου ένας άντρας με έναν μαύρο μανδύα και να με δείχνει με το δάχτυλο του. Είχα παγώσει, στεκόμουν και τον κοιτούσα τρομοκρατημένος χωρίς να μπορώ να βγάλω άχνα. Ξαφνικά χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση η κουκούλα βγήκε και αποκάλυψε ένα... ένα τρομακτικό... ππ... πρόσωπο... απερίγραπτο, ούρλιαζε
είσαι ο επόμενος ξανά και ξανά και τότε ξύπνησα.». Ο Ντάνιελ τον κοίταζε σκεπτικός. Φαινόταν πως πίστευε ότι ήταν απλά ένα όνειρο, ο Νικ όμως ήταν αποφασισμένος πως ήταν αλήθεια, πως τον είχαν στοχοποιήσει. «Δεν με πιστεύεις.» Είπε ξαφνικά ο Νικ σπάζοντας τη σιωπή. «Δεν είναι αυτό, δεν έχω λόγο να μη σε πιστέψω,» απάντησε ήρεμα ο Ντάνιελ «Απλά ήταν όνειρο και είναι κάπως δύσκολο να το πιστέψω, αν και δεν έχω καμία αμφιβολία για την εγκυρότητα του λόγου σου.».
Κοιτάχτηκαν για λίγα δευτερόλεπτα αμίλητοι και μετά ο Ντάνιελ σηκώθηκε και έκανε ένα γύρο στο δωμάτιο, πήγε προς το παράθυρο και κοίταξε το φεγγάρι αμίλητος. Σκεφτόταν το όνειρο του Νικ, την συζήτηση με την Έμμα σχετικά με την εισβολή των αρχαίων θεών στα όνειρα των ανθρώπων. Κοίταζε το φεγγάρι και σκεφτόταν πως θα μπορούσε κανείς να μπει στα όνειρα κάποιου άλλου όταν με την άκρη του ματιού του πρόσεξε μια σκιά να κινείται. Έστρεψε το κεφάλι και είδε κάποιον με κουκούλα να κρύβεται μέσα στους θάμνους. Κατάλαβε πως ήταν αλήθεια. Αν δεν προστάτευε τον Νικ θα πέθαινε. Κάτι είχε βρει στην ιστοσελίδα, κάτι σημαντικό. Ο νεαρός ήταν τρομοκρατημένος. Ήθελε να βοηθήσει στην έρευνα αλλά τώρα έγινε στόχος, η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα σπάσει, έκατσε στο κρεβάτι να πάρει βαθιές ανάσες και ο επιθεωρητής βγήκε από το δωμάτιο. Πήγε στο σαλόνι και πρόσεξε την βιβλιοθήκη λίγο πιο δίπλα από τον καναπέ. Απ’ ότι φαίνεται ο Νικ προτιμούσε να διαβάζει όταν καθόταν παρά να βλέπει τηλεόραση. Κοίταξε γύρω του το υπόλοιπο δωμάτιο. Όλα ήταν τακτοποιημένα. Δεν θύμιζε σπίτι φοιτητή, σκέφτηκε, και πήγε προς το παράθυρο να δει αν ήταν ακόμα εκεί η σκοτεινή φιγούρα. Ο δρόμος κάτω από το διαμέρισμα ήταν ήσυχος. Καμία κίνηση, ούτε αέρας δεν φυσούσε, και όπως φαινόταν έφυγε και αυτός που παρακολουθούσε το σπίτι.
Η ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ
Παρήγγειλαν από μία μπύρα και άρχισαν να συζητάνε για την προστασία του Νικ, όταν χτύπησε το τηλέφωνο του επιθεωρητή. Έπιασαν έναν ύποπτο. Έπρεπε να πάει στο τμήμα να τον ανακρίνει και να δει αν ήταν αυτός που έχασε το μενταγιόν. Τελικά πήγε τον φοιτητή στο σπίτι του για να πάρει μερικά πράγματα και από 'κεί στο δικό του για μεγαλύτερη ασφάλεια όσο ήταν στο τμήμα. Όταν έφτασε είδε τους πάντες να συζητάνε για τον καινούριο κρατούμενο. Για κάποιο λόγο κανείς δεν πίστευε ότι ήταν αναμειγμένος στους φόνους. Μόλις άνοιξε την πόρτα για να μπείκε στα κρατητήρια κατάλαβε το γιατί. Ήταν ένας κοντός μελαμψός άντρας γύρω στα 50, πολύ αδύνατος και ντυμένος με κουρέλια. «Που τον βρήκατε;» ρώτησε μόλις τον είδε. «Περιπλανιόταν στο πάρκο, ήταν σαν χαμένος και ο μόνος που ταίριαζε στις περιγραφές σας επιθεωρητά.» απάντησε ένας αρχιφύλακας. «Ο αρχηγός είναι εδώ;». «Θα έρθει σε λίγο.» Τον κοίταξε πίσω από το τζάμι για λίγες στιγμές και σκεφτόταν αν αυτό το ανθρωπάκι ήταν ικανό να κάνει φόνους ή να βοηθήσει κάποιον ή κάποιους να σκοτώσουν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε στην αίθουσα ανακρίσεων, κάθισε δίπλα του και τον ρώτησε πως τον λένε. «Μετσουράτο.» απάντησε σκυφτός με ήρεμη φωνή. «Από που είσαι Μετσουράτο;» ρώτησε ο επιθεωρητής τον άντρα «είσαι Ινδιάνος;» «Είμαι από τη φυλή των Πεκουότ, απόγονος των λίγων που επέζησαν της μεγάλης σφαγής. Η περιοχή μας λέγεται Κονέκτικατ πλέον για τους λευκούς.» Μιλούσε ήρεμα, χωρίς να φοβάται ή να ψιθυρίζει, ήξερε τι έλεγε και πως θα το πει. «Ποια σφαγή;» ρώτησε ο Ντάνιελ με απορία. «Την σφαγή των προγόνων μου από τους λευκούς που ήρθαν να μας κατακτήσουν. Δεν τους έφτανε πως έπαιρναν τη γη μας, ήθελαν και να μας εξαφανίσουν.» Ο επιθεωρητής δεν κατάλαβε γιατί μιλούσε μιας που δεν είχε ιδιαίτερες γνώσεις περί ινδιάνικης ιστορίας κι έτσι ρώτησε για το φόνο. «Που ήσουν το βράδυ της 12
ης Ιουλίου;». Ο Ινδιάνος ατάραχος συνέχισε να τον κοιτάζει μέσα στα μάτια πριν απαντήσει. «Προσευχόμουν», είπε. «Που προσευχόσουν;» ρώτησε ο Ντάνιελ κοιτάζοντας τον ύποπτα. «Σε είδε κανείς για να το επιβεβαιώσει;». «Προσευχόμουν στους Θεούς. Δεν ήταν κανείς εκεί γιατί αυτή είναι μια προσωπική στιγμή. Οι Θεοί μου το ξέρουν και αυτό μου φτάνει!» είπε ο Μετσουράτο με έναν αποφασιστικό τόνο στη φωνή του. «Τι έκανες στο πάρκο;» ρώτησε σοβαρός ο Ντάνιελ, «Περιπλανιόσουν σαν χαμένος. Βρισκόσουν σε έκσταση; Πήρες κάποιο ναρκωτικό;» «Το ναρκωτικό μου είναι η θρησκεία μου, οι Θεοί μου, αυτοί με προστατεύουν και με οδηγούν και λόγω της θρησκείας μου οι Λευκοί σφαγίασαν τους προγόνους μου.» είπε ο Μετσουράτο υπερήφανος. Ο Ντάνιελ δεν κατάλαβε τι εννοούσε με όλα αυτά «Καλώς» είπε κι έφυγε.
Έπεσε στο κρεβάτι συλλογιζόμενος αυτά που είπε ο Ινδιάνος αλλά δεν μπορούσε να βγάλει άκρη κι έτσι αποκοιμήθηκε.
Έπινε καφέ στις 7:30 το πρωί όταν χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν ο Νικ, είδε ένα όνειρο στο οποίο ήταν δεμένος χειροπόδαρα σε κάποια προβλήτα και κάποιοι άντρες με μανδύες τον έριχναν στο νερό. Ήταν τρομοκρατημένος. Έμοιαζε αληθινό, σχεδόν ένιωσε να πνίγεται. Ο Ντάνιελ δεν ήξερε τι να κάνει, τον καθησύχασε λέγοντας του πως ήταν ένα όνειρο μόνο και πως δεν θα πάθει τίποτα και έφυγε για το τμήμα. Είχε να ρωτήσει κάποια πράγματα ακόμα τον Ινδιάνο, περισσότερο για το μενταγιόν που βρήκε. Είχε την υποψία πως ο Μετσουράτο κάτι ήξερε. Έφτασε στο τμήμα για να μάθει πως τον άφησαν ελεύθερο λίγα λεπτά νωρίτερα λόγω έλλειψης στοιχείων. Πήγε να παραπονεθεί στον αρχηγό αλλά δεν βγήκε ανταπόκριση. «Δεν είχαμε στοιχεία, ούτε του απαγγείλαμε κατηγορίες, δεν μπορούμε να τον κρατήσουμε άλλο.». «Μα είχα κάποιες ερωτήσεις ακόμα.» είπε ο Ντάνιελ σε έντονο τόνο. «Δεν φταίμε εμείς, οι νόμοι» είπε ο αρχηγός «Ας τον ρωτούσες το βράδυ, εδώ το πέρασε.». «Τον ρώτησα κάποια τυπικά πράγματα, τα υπόλοιπα θα τα ρωτούσα σήμερα, δεν ήξερα πως θα τον αφήνατε τόσο νωρίς.». Έφυγε από το γραφείο και μην ξέροντας τι να κάνει σκέφτηκε να μάθει περισσότερα για το δεύτερο θύμα, τον Γράχαμ Μίλλερ. Το θύμα ήταν υπάλληλος σε μεταφορική εταιρία, πραγματοποιούσε συχνά ταξίδια στο εξωτερικό λόγω της δουλειάς του και έτσι σκέφτηκε να περάσει από τον χώρο εργασίας του να δει αν υπήρχε κάτι που να τον έβαζε σε κίνδυνο σε κάποια από τις πρόσφατες δουλειές του. Τελικά δεν ήταν υπάλληλος αλλά συνιδιοκτήτης στην μεταφορική εταιρία Μίλλερ & Κάρτερ. Έφτασε στα γραφεία της εταιρίας αλλά ο κ. Κάρτερ έλειπε στο εξωτερικό όπως του είπε η γραμματέας. «Μπορώ να μάθω για τις τελευταίες δουλειές του κυρίου Μίλλερ;» ρώτησε ο Ντάνιελ δείχνοντας το σήμα του. «Λυπάμαι πολύ.» του είπε η κοπέλα «Τα αρχεία των πελατών μας είναι απόρρητα.». «Ακόμα και για την αστυνομία;» είπε ο Ντάνιελ. «Ακόμα και για την αστυνομία!» απάντησε σοβαρά η κοπέλα. «Τότε μπορείτε να μου πείτε για τις τελευταίες του δουλειές τουλάχιστον; Ερευνώ το φόνο του και πρέπει να μάθω κάποια πράγματα, ίσως κάποιος από τους πελάτες του ευθύνεται για τον θάνατο του.». «Η τελευταία του δουλειά ήταν στην Αμερική. Ασχολήθηκε πολύ καιρό με αυτήν. Δεν ξέρω και πολλά πράγματα και είναι πολύ πιθανό να μην αναφέρεται ούτε στα αρχεία γιατί ήταν πολύ διακριτικός με αυτό.» «Ευχαριστώ, καλή σας ημέρα.» είπε ο Ντάνιελ κι έφυγε. «Περίεργο το να κρύβει τέτοια πράγματα από την εταιρία. Τι να ήταν;» Σκέφτηκε καθώς κατευθυνόταν στον πανεπιστήμιο για να συναντήσει την Έμμα και να την ρωτήσει για τους Ινδιάνους Πεκουότ που έλεγε ο Μετσουράτο. Έπρεπε να μάθει ποια ήταν η θρησκεία τους και γιατί σφαγιάστηκαν από τους αποίκους.
«Καλημέρα Έμμα» είπε χαμογελαστός. «Καλημέρα και σε 'σας επιθεωρητά. Έχουμε εξελίξεις στην υπόθεση;». «Κάτι έχουμε. Μπορώ να σας κάνω μερικές ερωτήσεις;» «Έχω κενό τώρα οπότε μπορώ να σας λύσω οποιαδήποτε απορία.» απάντησε κεφάτη η καθηγήτρια. «Χθες το βράδυ Συνέλαβαν έναν Ινδιάνο να περιπλανιέται στο πάρκο, του έκανα κάποιες ερωτήσεις και αυτός μου έλεγε για τους προγόνους του και πως τους σφαγίασαν οι Λευκοί λόγω της θρησκείας τους.» «Ποιοί ήταν οι πρόγονοι του;» ρώτησε η Έμμα. «Οι Πεκουότ. Είπε πως ζούσαν στο σημερινό Κονέκτικατ, επίσης είπε πως οι Θεοί του τον οδηγούν.» «Θεοί τους ήταν οι αρχαίοι που σας είπα όταν ήρθατε στο σπίτι μου, τα έθιμα τους ήταν τόσο αποτρόπαια για τους Ευρωπαίους αποίκους που προσπάθησαν να τους εξοντώσουν στη μεγάλη σφαγή. Λίγοι επέζησαν.» «Και ο Μετσουράτο είναι απόγονος αυτών των λίγων.» είπε σκεπτικός ο Ντάνιελ. «Προφανώς! Κάθε χρόνο θυσίαζαν μια παρθένα στους Θεούς τους, την αποκεφάλιζαν σε μια βάρκα και στράγγιζαν το αίμα της στη θάλασσα σαν προσφορά. Σύμφωνα με τους ιστορικούς οι Λευκοί τους σφαγίασαν για τους γνωστούς λόγους σαν κατακτητές, η αλήθεια όμως είναι πως αυτό έγινε λόγω της θρησκείας τους. Κάποια στιγμή οι Ινδιάνοι σκότωναν και λευκά κορίτσια και αυτό εξόργισε ακόμα περισσότερο τους αποίκους με τα γνωστά αποτελέσματα.». «Γι’ αυτό και μισεί τους Λευκούς τόσο πολύ. Θα μπορούσε να είναι ένας από τους δολοφόνους, αφού είναι οπαδός της θρησκείας αυτής. Όπως θα έμαθες έγινε κι άλλος φόνος, βρήκαμε τον συνιδιοκτήτη μιας μεταφορικής εταιρίας κρεμασμένο πίσω από τον σιδηρόδρομο. Κοντά στο σώμα του βρήκα αυτό το μενταγιόν.» είπε ο Ντάνιελ και της έδειξε το εύρημα από το σημείο που βρήκαν το πτώμα. «Προφανώς ανήκει σε κάποιον από τους δράστες, το σύμβολο είναι το μάτι που τα βλέπει όλα. Ανήκει στον μεγάλο Θεό τους, ο οποίος κοιμάται αλλά βλέπει τα πάντα στα όνειρα του, είναι σκαλισμένο σε κόκαλο κάποιου θαλάσσιου ζώου και έχει φύκια για να δείξει πως συνδέεται με την θάλασσα.» εξήγησε η Έμμα κοιτώντας προσεκτικά το μενταγιόν. «Πέρασε η ώρα, πρέπει να φύγω να δω τι γίνεται στο τμήμα, αν υπάρχει κάτι νεότερο με το θέμα του δεύτερου θύματος. Καλή σας ημέρα.».
Μόλις πάρκαρε το αυτοκίνητό του είδε τον αρχηγό να του κάνει νόημα να μην βγει και να τρέχει προς το μέρος του. «Χάρρινγκτον, πάω να ερευνήσω τα αρχεία της εταιρείας του Μίλλερ, μίλησαμε με εισαγγελέα και μας έδωσε άδεια. Εσύ πήγαινε να βρεις τον Κόλινς. Εντόπισαν το σπίτι του Ινδιάνου που ανέκρινες. Δες μήπως υπάρχει κάποιο στοιχείο ή ξέρουν κάτι οι γείτονες.». «Φεύγω αμέσως!» είπε ο επιθεωρητής. Έξω από το σπίτι ήταν ο Κόλινς και ο Πάλμερ. «Δεν είναι εδώ ο Ινδιάνος αλλά πρέπει να δεις το σπίτι του! Εμείς θα πάμε να ρωτήσουμε τους γείτονες αν ήξεραν κάτι γι’ αυτόν.» Ο Ντάνιελ μπήκε στο σπίτι κοιτώντας προσεκτικά γύρω του. Στους τοίχους υπήρχαν ζωγραφισμένα σύμβολα και στο κέντρο όλων αυτών ήταν το μάτι από το μενταγιόν που βρήκε. Εκτός από τους ζωγραφισμένους τοίχους το σαλόνι δεν είχε τίποτα παράξενο. Προχώρησε στο υπνοδωμάτιο, ήταν σκοτεινό και κάπως υγρό λες και είχε βρέξει μέσα. Οι τοίχοι ήταν μαύροι και το κρεβάτι άστρωτο και βρώμικο. Ακόμα πιο μέσα, στο μπάνιο, η μπανιέρα ήταν γεμάτη αίματα από το οποίο υπήρχαν παντού πιτσιλιές στους τοίχους και τον καθρέφτη. Μετά το μπάνιο μπήκε στο δεύτερο υπνοδωμάτιο. Εκεί όπως και στο σαλόνι οι τοίχοι ήταν ζωγραφισμένοι με περίεργα σύμβολα και το μάτι στο κέντρο ακριβώς του ταβανιού. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα άγαλμα μιας θαλάσσιας θεότητας ακριβώς όπως το αγαλματίδιο που βρήκε στο σπίτι της Ανν Πεννινγκ, του πρώτου θύματος. Αυτό ήταν σχεδόν 2 μέτρα και πάνω του υπήρχαν αίμα και φύκια. Αντίθετα από το υπόλοιπο σπίτι σε αυτό το δωμάτιο δεν υπήρχαν έπιπλα παρά μόνο ένας ματωμένος βωμός στο κέντρο και μερικά σκευή διασκορπισμένα εδώ κι εκεί. Αφού τράβηξε φωτογραφίες απ' ότι είδε άρχισε να ψάχνει για στοιχεία σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Βρήκε μόνο ένα ημερολόγιο γραμμένο σε μια άγνωστη γλώσσα. Δεν έμοιαζε με τις ανθρώπινες γλώσσες, οι φράσεις δεν έμοιαζαν να έχουν νόημα. Το έβαλε στην τσέπη του και βγήκε από το σπίτι. Πήρε τηλέφωνο την Έμμα για να της πει για το εύρημα του και κατευθύνθηκε προς το αστυνομικό τμήμα για να δει τον αρχηγό και να μάθει από τους αστυνομικούς τι είπαν οι γείτονες. Όταν έφτασε βρήκε τον αρχηγό και την εισαγγελέα του τμήματος την μις Μπέικερ να ερευνούν τα χαρτιά της εταιρίας του Μίλλερ. Οι συνάδελφοι του τον ενημέρωσαν πως δεν έμαθαν τίποτα γιατί οι γείτονες δεν είχαν επαφές με τον Ινδιάνο.
Παρήγγειλε μια μπύρα όταν είδε τον Νικ ναι μπαίνει στο μαγαζί και να κατευθύνεται προς το μέρος του. «Όλα εντάξει; Σου συνέβη τίποτα περίεργο τις τελευταίες μέρες;» ρώτησε ο επιθεωρητής τον νεαρό που μόλις έκατσε δίπλα του. «Όχι, απλά νιώθω πως με παρακολουθούν και έχω περίεργα όνειρα, πολύ περίεργα. Και κάθε φορά τους νιώθω όλο και πιο κοντά, λες και περπατάω και κάποιος με ακολουθεί και με πλησιάζει όλο και περισσότερο.» είπε ο Νικ. «Εκτός από αυτά δεν έγινε κάτι άλλο; Δεν σε πλησίασε κανείς; Δεν σου επιτέθηκε; Κάτι που να αποδεικνύεται ώστε να μπορέσουμε να βάλουμε κάποιους να σε προσέχουν.» «Τίποτα τέτοιο, αν γινόταν κάτι θα σε έπαιρνα αμέσως τηλέφωνο. Τίποτα καινούριο από την υπόθεση;», ρώτησε. «Τίποτα, ελπίζω να μας πάνε κάπου τα στοιχεία που βρήκαμε.» απάντησε ο Ντάνιελ. Έφυγαν μαζί και οι δρόμοι τους χώρισαν στην πλατεία όπου ο καθένας πήρε διαφορετικό δρόμο για το σπίτι του. Σε όλο το δρόμο ο Ντάνιελ σκεφτόταν το ημερολόγιο κι έτσι όταν έφτασε κάθισε στο γραφείο του και άρχισε να το μελετάει προσεκτικά. Ήλπιζε πως θα έβρισκε κάτι, δεν ήξερε τι, απλά κάτι. Γυρνούσε αργά τις σελίδες κοιτάζοντας προσεκτικά τα σύμβολα χωρίς να καταλαβαίνει τι βλέπει, απλά σύμβολα, ώσπου το βλέμμα του έπεσε πάνω στο μάτι, το μάτι στο μενταγιόν και στους τοίχους του Ινδιάνου. Έμεινε να το κοιτάζει σαν υπνωτισμένος για λίγο, κοίταξε και τις υπόλοιπες σελίδες και το έκλεισε αφού δεν βρήκε τίποτα. Έφαγε και κάθισε να δει τηλεόραση ώσπου να νυστάξει, ελπίζοντας το πρωί που θα πήγαινε στο τμήμα να του έλεγαν πως βρήκαν κάτι, ένα στοιχείο για να προχωρήσουν. Κάτι που θα τους έδειχνε τις κρυφές δουλειές του Μίλλερ και θα μπορούσαν να τις ερευνήσουν.
Οδηγώντας για το τμήμα το πρωί πήρε τηλέφωνο την Έμμα να την ρωτήσει πότε θα μπορούσε να δει το βιβλίο. «Φοβάμαι πως δεν θα μπορέσω να του ρίξω καμιά ματιά σύντομα.» Είπε η καθηγήτρια από την άλλη πλευρά του ακουστικού. «Γιατί; Συνέβη κάτι;» Ρώτησε ξαφνιασμένος ο Ντάνιελ. «Σε λίγες ώρες πετάω για Αμερική.» απάντησε η κοπέλα. «Πρέπει να παρευρεθώ σε ένα συνέδριο που θα γίνει στην Μασαχουσέτη για τις Κοινωνικές Επιστήμες και μαζί με δύο συναδέλφους μου θα εκπροσωπούμε το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.». «Καλό αυτό.» Είπε ο Ντάνιελ μη ξέροντας τι να πει. «Μόλις φτάσω θα προσπαθήσω να επικοινωνήσω μαζί σας ώστε να μου στείλετε αν μπορείτε μερικές σελίδες από το βιβλίο να του ρίξω μια ματιά.» «Θα περιμένω, καλό ταξίδι.». Ο Ντάνιελ έκλεισε το τηλέφωνο. Όταν έφτασε στο τμήμα είδε την μις Μπέικερ να μιλάει με τον αρχηγό στο γραφείο του, οπότε περίμενε. Μόλις τον είδε ο αρχηγός του έκανε νόημα να μπει μέσα. «Χάρρινγκτον, επιτέλους, έχω καλά νέα!» είπε ο αρχηγός και σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Πάω να πάρω ένα τηλέφωνο στα κεντρικά να τους ενημερώσω για την εξέλιξη αυτή και η δεσποινίδα Μπέικερ θα σου πει τι βρήκαμε στα χαρτιά της εταιρίας του Μίλλερ». Μόλις βγήκε από την αίθουσα η εισαγγελέας εξήγησε στον επιθεωρητή τα ευρήματα τους. «Βρήκαμε πως ο Μίλλερ συνεργαζόταν κρυφά με κάποιους στην Αμερική. Μετέφερε κάποια φορτία από την Μασαχουσέτη στο λιμάνι του Λονδίνου. Στα χαρτιά δεν αναφέρει τι μετέφερε ή ποιο πλοίο ήταν και για ποιους γίνονταν οι μεταφορές, στο ημερολόγιο του όμως που βρέθηκε ανάμεσα στα έγγραφα έγραφε πως φοβόταν. Του έλεγαν πως το τέλος θα έρθει σύντομα και πως κάποιοι θα έρθουν να κυβερνήσουν. Λίγο πριν πεθάνει οι φόβοι του μεγάλωναν όλο και περισσότερο και άρχισε να φέρνει αντιρρήσεις στις μεταφορές. Σήμερα το βράδυ θα φύγει το πλοίο που έκανε τις μεταφορές από το Λονδίνο και θα γυρίσει στην Αμερική. Αν κινηθούμε εγκαίρως ίσως βρούμε ποιο είναι, αλλιώς χάνουμε κάθε ίχνος τους.» Ακούγοντας όλα αυτά ο Ντάνιελ έμεινε σκεπτικός. «Πόσες μεταφορές έχουν γίνει;» ρώτησε. «Μάλλον πέντε.». «Ήταν μεγάλα τα φορτία; Αν επικοινωνήσουμε με το λιμάνι ίσως μας πουν. Κρατάνε αρχεία των μεταφορών.». «Το κάναμε ήδη.». «Από το λιμάνι μας είπαν πως μετέφεραν έπιπλα, τίποτα το παράξενο.». «Άρα,» είπε ο Ντάνιελ «μετέφεραν κάτι μικρό που δεν φαίνεται, όπως το άγαλμα και ο βωμός στο σπίτι του Ινδιάνου.» «Ακριβώς» απάντησε η Σάρα «Τι όμως;». «Μικρά και διακριτικά, γιατί τότε χρειάστηκε τόσες μεταφορές;» είπε σκεπτικά ο Ντάνιελ. Την ίδια στιγμή μπήκε ο αρχηγός στο γραφείο «Στις 11 θα φύγει το πλοίο από το λιμάνι, πρέπει να κινηθούμε γρήγορα για να τους πιάσουμε πριν ξεφύγουν.» «Έχεις ένταλμα αρχηγέ;» ρώτησε η Σάρα. «Σε λίγες ώρες θα βγει, ως τότε πρέπει να ετοιμαστούμε. Χάρρινγκτον, ετοιμάσου, η υπόθεση είναι δική σου. Μάζεψε τους άλλους.». «Μάλιστα αρχηγέ.» είπε ο Ντάνιελ και βγήκε από το γραφείο για να βρει τα υπόλοιπα άτομα για την επιχείρηση.
Η ΑΠΑΓΩΓΗ
Η επταμελής ομάδα ετοιμάστηκε για την επιχείρηση και περίμεναν να περάσει η ώρα. Θα διοικούσε ο αρχηγός που με δύο άλλους θα έπιαναν τον καπετάνιο ενώ ο Ντάνιελ με τους άλλους τρεις θα αφόπλιζαν τους φύλακες. Σύμφωνα με τα χαρτιά του πλοίου, στο πλοίο θα βρίσκονταν ο καπετάνιος με τον βοηθό του και τρία ακόμη άτομα, προφανώς για ασφάλεια. Δυο ώρες πριν την αναχώρηση του πλοίου η ομάδα έφτασε στο λιμάνι και άρχισε διακριτικά την αναγνώριση. Υπήρχε ακόμα αρκετός κόσμος τριγύρω. Αφού βρήκαν τα πιθανά σημεία διαφυγής κοντά στο πλοίο κάθισαν για καφέ στην καφετέρια του λιμανιού περιμένοντας την κατάλληλη ώρα για να κινηθούν. Μιλούσαν περί... ανέμων όταν χτύπησε το κινητό του Ντάνιελ. Ήταν ο Νικ. Το σήκωσε και άκουσε φωνές. Άκουγε τις κραυγές πόνου του νεαρού και κάποιους να γελάνε. Ο Ντάνιελ φώναξε το όνομα του αλλά τίποτα, άκουγε μόνο «βοήθεια, ήρθαν» και κατάλαβε τι είχε γίνει. Προφανώς τον είχαν πιάσει, έκαναν τις απειλές τους πραγματικότητα. Ενημέρωσε τον αρχηγό για την εξέλιξη αυτή και προσπάθησε να ηρεμήσει για να μη θέσει σε κίνδυνο την επιχείρηση. Τέλειωσαν τους καφέδες τους και αφού επιβεβαίωσαν τις λεπτομέρειες του σχεδίου ξεκίνησαν να κατευθύνονται αργά προς το πλοίο χωρισμένοι στις δύο ομάδες δράσης. Όταν έφτασαν στο πλοίο παρατήρησαν πως δεν υπήρχε καθόλου κίνηση επάνω ή δίπλα από αυτό. Ο Ντάνιελ με την ομάδα του σιγά σιγά ανέβηκαν πάνω για να δουν πως ήταν άδειο. Εκείνη την στιγμή ένα μικρότερο πλοιάριο άρχισε να κινείται μακριά από την προβλήτα, ο επιθεωρητής έστρεψε το βλέμμα του εκεί και είδε δύο άτομα να σέρνουν τον Νικ αναίσθητο. Έτρεξε αλλά είχαν ήδη απομακρυνθεί αρκετά. Ότι και να έκανε δεν θα τους προλάβαινε. Αφού σιγουρεύτηκαν πως δεν υπήρχε κανείς στο σκάφος άρχισαν να ερευνούν αν υπάρχει φορτίο και τι ήταν αυτό. Το μόνο που βρήκαν ήταν κάποια κουτιά με φρούτα. Συνέχισαν τις έρευνες και βρήκαν μια μαύρη πέτρα με κάποια σύμβολα. Ήταν πολύ περίεργη και την κράτησαν ως στοιχείο καθώς έφευγαν από το πλοίο. Τώρα έπρεπε να βρουν τρόπο να ελευθερώσουν τον Νικ από τους δολοφόνους. Τον πήγαιναν σίγουρα στην Αμερική, όμως δεν υπήρχε κανένα στοιχείο για το που ακριβώς.
Λίγο αργότερα στο τμήμα καθώς ο Ντάνιελ κοιτούσε την πέτρα θυμήθηκε πως είδε κάτι παρόμοιο στο ημερολόγιο που βρήκε στο σπίτι του Ινδιάνου. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του για να το ψάξει. Ξεφύλλιζε αργά τις σελίδες ώσπου το μάτι του έπεσε πάνω σε έναν κύκλο που αποτελούνταν από άλλους μικρούς κύκλους και είδε πως ένας από αυτούς είχε το ίδιο σύμβολο με την πέτρα, κάτι που έμοιαζε με αστέρι με πλοκάμια. Ήταν πιθανόν η πέτρα να ήταν το κομμάτι ενός συνόλου από πέτρες που οι δολοφόνοι είχαν στην κατοχή τους. Προσπαθούσε να σκεφτεί που μπορεί να πήγαιναν αλλά δεν είχε ιδέα, σκεφτόταν, σκεφτόταν... Κοίταξε γύρω του και είδε τον Κόλινς να έρχεται προς το μέρος του. «Τι ήταν κι αυτό απόψε, τόσο ξαφνικά ενώ τους είχαμε.» μονολόγησε κοιτώντας την πέτρα στα χέρια του Ντάνιελ, «Αν βρίσκαμε και στριμώχναμε τον Ινδιάνο ίσως μας αποκάλυπτε κάτι. Από που ήταν είπαμε;». Μόλις το είπε ο Ντάνιελ πετάχτηκε όρθιος «Από την Μασαχουσέτη, εκεί πηγαίνουν!». Κατευθύνθηκε γρήγορα στο γραφείου του αρχηγού και του είπε για τον Ινδιάνο και πως πρέπει να κατευθύνονται στην Μασαχουσέτη της Αμερικής. Ο αρχηγός το σκέφτηκε λίγο και του είπε να βγει από το γραφείο του για να τηλεφωνήσει στα κεντρικά. Ήθελε να τους ενημερώσει για την τροπή της υπόθεσης και πως υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να πηγαίνουν όντως σε αυτήν την πόλη της Αμερικής. Καθώς περίμενε, ο Ντάνιελ άνοιξε τον υπολογιστή του και βρήκε ένα μήνυμα από την Έμμα. Του έλεγε να της στείλει κάποιες σελίδες από το ημερολόγιο για να τους ρίξει μια ματιά. Έστειλε αυτές με τον κύκλο και έβγαλε μια φωτογραφία την πέτρα για να την στείλει μαζί και περίμενε. Η νύχτα προμηνυόταν μεγάλη και έτσι σηκώθηκε να βάλει καφέ και έκανε μια βόλτα στο χώρο κοιτώντας τα γραφεία των συναδέλφων του και χαιρετώντας αυτούς που είχαν βάρδιες. Στάθηκε για λίγο και κοίταξε έξω από το παράθυρο, τον δρόμο, τα κτίρια, την καφετέρια απέναντι που ήταν πάντα ανοιχτή και τον ουρανό με τα αμέτρητα αστέρια, τα οποία όπως παρατήρησε ήταν σε λάθος θέσεις. Μερικά έλειπαν και στη θέση τους, άλλα ήταν πιο φωτεινά και έμοιαζαν να σχηματίζουν έναν ατελή κύκλο. Έμεινε να τα κοιτάζει για μερικές στιγμές μέχρι που θυμήθηκε το μήνυμα που έστειλε και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του. Ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ και άνοιξε το ημερολόγιο κοιτάζοντας προσεκτικά τις εικόνες με τις πέτρες. Η ώρα περνούσε αλλά η Έμμα δεν απαντούσε, άφησε κάτω το ημερολόγιο και μπήκε στο γραφείο του αρχηγού.
«Χάρρινγκτον πάνω που θα σε φώναζα!» αναφώνησε ο αρχηγός σχεδόν ενθουσιασμένος μόλις είδε τον Ντάνιελ να μπαίνει στο γραφείο του. «Έχουμε κάτι καινούριο;» ρώτησε ο επιθεωρητής έκπληκτος. «Σε λίγες ώρες πετάς για Αμερική. Τα κεντρικά προσπαθούν να σου βρουν εισιτήριο για Μασαχουσέτη το συντομότερο δυνατόν.». Ο επιθεωρητής έμεινε σκεπτικός για μια στιγμή. «Μόνος μου;» είπε, «Δεν είμαστε καν σίγουροι πως πάνε εκεί. Απλά πιο πιθανόν είναι αυτό παρά κάπου αλλού γιατί από εκεί είναι ο Ινδιάνος και η φυλή του.». «Δεν έχουμε κάτι άλλο, καλύτερα να πας εκεί και να ερευνήσεις παρά να μείνουμε τελείως πίσω.» είπε ο αρχηγός σοβαρός. «Έτσι είναι!» «Ετοίμασε τα πράγματα σου! Η Αμερική σε περιμένει».